Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(окна)

  • 41 отсесть

    -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. отсел, -ла, -ло, προστκ. отсядь
    ρ.σ.
    κάθομαι λίγο πιο πέρα•

    отсесть от окна κάθομαι λίγο πιο πέρα από το παράθυρο.

    Большой русско-греческий словарь > отсесть

  • 42 отставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, αναμερίζω, μετατοπίζω, βάζω κατά μέρος•

    стол от окна αναμερίζω το τραπέζι από το παράθυρο.

    || προβάλλω, εκτείνω μπροστά, βάζω μπροστά•

    отставить ногу προβάλλω το πόδι.

    2. παλ. απομακρύνω κόβω σχέσεις. || απολύω, διώχνω•

    отставить от службы απολύω από την υπηρεσία.

    3. отставить! (παράγγελμα)• στον καιρό! σταμάτα! -τάτε! άφησε! αφήστε!•

    разговоры отставить! να σταματήσουνοι κουβέντες! || αίρω, ακυρώνω, καταργώ•

    это распоряжение уже -ли αυτή τη διαταγή πιατην ακύρωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > отставить

  • 43 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 44 перетереть

    -тру, -тршь, παρλθ. χρ. перетр
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетртый, βρ: -трт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. пере-трши
    κ. перетерев
    ρ.σ.μ.
    1. τρίβω, κόβω με τη συνεχή τριβή•

    перетереть вервку κόβω την τριχιά με την τριβή.

    2. μεταβάλλω σε λεπτά τεμάχια με την τριβή.
    3. καθαρίζω τρίβοντας•

    перетереть окна τρίβω τα παράθυρα.

    κόβομαι με την τριβή.

    Большой русско-греческий словарь > перетереть

  • 45 поддувать

    ρ.δ.
    βλ. поддуть.
    (απρόσ.) φυσώ ελαφρά•

    от окна -ает από το παραθύρι φυσά λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > поддувать

  • 46 половинка

    θ.
    1. το μισαδάκι.
    2. το ένα από τα δυό•

    правая половинка двери το δεξιό θυρόφυλλο•

    половинка окна το παραθυρόφυλλο..

    Большой русско-греческий словарь > половинка

  • 47 продуть

    ρ.σ.
    1. φυσώ (να καθαρίσει)•

    продуть трубку φυσώ το σωληνάκι.

    2. κρυολογώ (από ρεύμα αέρα)•

    не сиди у окна, тебя -ует μη κάθεσαι στο παράθυρο, θα κρυολογήσεις.

    3. φυσώ, πνέω.
    4. (απλ.) χάνω (στο παιγνίδι, χαρτοπαίγνιο).
    1. (απλ.) χάνω (στο παιγνίδι).
    2. κρυολογώ από ρεύμα αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > продуть

  • 48 промазать

    ρ.σ.
    1. αλείφω καλά, παντού.
    2. κλείνω αλείφοντας•

    промазать окна замазкой στοκάρω τα παράθυρα.

    3. αστοχώ, δε βρίσκω το στόχο.

    Большой русско-греческий словарь > промазать

  • 49 раскрытие

    ουδ.
    1. άνοιγμα•

    раскрытие окна άνοιγμα του παραθύρου•

    раскрытие парашюта άνοιγμα του αλεξίπτωτου.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποκάλυψη, ξεσκέπασμα• φανέρωση•

    раскрытие преступления αποκάλυψη του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > раскрытие

  • 50 раствор

    α.
    1. άνοιγμα•

    раствор циркуля, ножниц το άνοιγμα του διαβήτη, του ψαλιδιού.

    2. οπή•

    широкий раствор окна πλατύ άνοιγμα του παράθυρου.

    α.
    διάλυμα•

    раствор марганца διάλυμα μαγγανίου•

    расыщенный раствор κορεσμένο διάλυμα.

    || κονίαμα•

    цементный раствор τσιμεντοκονίαμα•

    известковый раствор ασβεστοκονίαμα.

    || λάσπη δομική.

    Большой русско-греческий словарь > раствор

  • 51 сесть

    сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, καθίζω•

    -на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•

    все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•

    сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•

    сесть верхом κάθομαι καβάλα•

    сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•

    сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.

    2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•

    сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.

    || πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.
    3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•

    в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.

    4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•

    самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.

    5. βασιλεύω•

    солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.

    6. επικάθομαι•

    туман сел η ομίχλη κάθισε.

    7. παθαίνω καθίζηση•

    фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.

    8. συστέλλομαι, μαζεύω•

    рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.

    9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•

    вода сла το νερό λιγόστεψε.

    || χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•

    пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).

    εκφρ.
    сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•
    сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•
    сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•
    - на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ).

    Большой русско-греческий словарь > сесть

  • 52 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 53 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 54 стрельчатый

    επ.
    γωνιοκόρυφος•

    стрельчатый свод, ο γωνιοκόρυφος θόλος•

    -ые окна γωνιοκόρυφαπαράθυρα.

    || φυτρωμένος, που έβγαλε φυντάνια.

    Большой русско-греческий словарь > стрельчатый

  • 55 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 56 юг

    α.
    1. ο νότος•

    на юг προς το νότο•

    окна дома выходят на юг τα παράθυρα του σπιτιού βλέπουν προς το νότο•

    корабль держит курс на юг το καράβι κατευθύνεται προς νότο•

    с юга από (το) νότο•

    стрелка компаса указывает на юг ο δείχτης της πυξίδας δείχνει το νότο.

    2. περιοχή νότου• ζεστό μέρος•

    жители -а οι κάτοικοι του νότου.

    Большой русско-греческий словарь > юг

См. также в других словарях:

  • Окна — множественное число к слову окно. Окна (река) река в Словакии. Окна (телепрограмма) скандальное ток шоу. См. также Windows (значения) (окна) многозначный термин …   Википедия

  • окна — Рис. 1. Окно в оконном проёме. Рис. 1. Окно в оконном проёме: 1 подоконная доска; 2 откос оконного проёма; 3 отлив форточки; 4 обвязка форточки; 5 четверть перемычки оконного проёма; 6 оконная коробка; 7 глухая фрамуга; 8 четверть кирпичной… …   Энциклопедия «Жилище»

  • ОКНА —     Видеть во сне закрытые окна – достигнете цели кружным путем и не всегда честными способами. Распахнутые окна говорят о том, что вскоре получите приглашение в дом, куда давно хотели попасть. Открытая форточка в окне предвещает неожиданную… …   Сонник Мельникова

  • Окна (передача) — У этого термина существуют и другие значения, см. Окна. Окна с Дмитрием Нагиевым Заставка программы Жанр …   Википедия

  • Окна РОСТА —          Окна сатиры РОСТА , плакаты, создававшиеся в 1919 21 советскими художниками и поэтами, работавшими в системе Российского телеграфного агентства (РОСТА). Острые, доходчивые сатирические плакаты с кратким стихотворным текстом разоблачали… …   Художественная энциклопедия

  • Окна РОСТА — «Окна сатиры РОСТА»  серия плакатов, созданная в 1919 1921 советскими поэтами и художниками, работавшими в системе Российского телеграфного агентства (РОСТА). «Окна РОСТА»  специфическая форма массового агитационного искусства, возникшая в период …   Википедия

  • Окна РОСТа — «Окна сатиры РОСТА»  серия плакатов, созданная в 1919 1921 советскими поэтами и художниками, работавшими в системе Российского телеграфного агентства (РОСТА). «Окна РОСТА»  специфическая форма массового агитационного искусства, возникшая в период …   Википедия

  • Окна сатиры РОСТа — «Окна сатиры РОСТА»  серия плакатов, созданная в 1919 1921 советскими поэтами и художниками, работавшими в системе Российского телеграфного агентства (РОСТА). «Окна РОСТА»  специфическая форма массового агитационного искусства, возникшая в период …   Википедия

  • Окна открой — www.rock festival.ru Ежегодный Петербургский рок фестиваль (проводится с 2001 года) Участники: 30 групп – 10 хорошо известных, 10 гостей и 10 победителей отборочных туров. Основная идея:: помощь молодым талантам, найти и показать никому не… …   Википедия

  • Окна открой! — Дата(ы) конец июня Место(а) проведения Санкт Петербург, Россия Года 2000 настоящее время Жанр(ы) рок музыка …   Википедия

  • Окна ТАСС —         агитационные политические плакаты, выпускавшиеся Телеграфным агентством Советского Союза (ТАСС) в годы Великой Отечественной войны 1941 45. Рисунки и тексты Окон ТАСС призывали к победе над врагом, прославляли подвиги советских людей,… …   Художественная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»