-
41 отсесть
-сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. отсел, -ла, -ло, προστκ. отсядьρ.σ.κάθομαι λίγο πιο πέρα•отсесть от окна κάθομαι λίγο πιο πέρα από το παράθυρο.
-
42 отставить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. μετακινώ, αναμερίζω, μετατοπίζω, βάζω κατά μέρος•стол от окна αναμερίζω το τραπέζι από το παράθυρο.
|| προβάλλω, εκτείνω μπροστά, βάζω μπροστά•отставить ногу προβάλλω το πόδι.
2. παλ. απομακρύνω κόβω σχέσεις. || απολύω, διώχνω•отставить от службы απολύω από την υπηρεσία.
3. отставить! (παράγγελμα)• στον καιρό! σταμάτα! -τάτε! άφησε! αφήστε!•разговоры отставить! να σταματήσουνοι κουβέντες! || αίρω, ακυρώνω, καταργώ•
это распоряжение уже -ли αυτή τη διαταγή πιατην ακύρωσαν.
-
43 перейти
-ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл-шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,επιρ. μτχ. перейдяρ.σ.1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•перейти улицу περνώ το δρόμο•
перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.
|| (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•-в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•
перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.
|| διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.
|| αλλάζω•перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.
|| μεταπηδώ μετασκιρτώ•перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.
|| προβιβάζομαι, προάγομαι.3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.
|| αλλαξοπιστώ γίνομαι•перейти на католичество γίνομαι καθολικός.
4. περιέρχομαι•после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•
перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•
власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:
5. μεταπίπτω•перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•
перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.
6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).
7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.8. τελειώνω, σταματώ•дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.
-
44 перетереть
-тру, -тршь, παρλθ. χρ. перетр-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетртый, βρ: -трт, -а, -о,επιρ. μτχ. пере-тршиκ. перетеревρ.σ.μ.1. τρίβω, κόβω με τη συνεχή τριβή•перетереть вервку κόβω την τριχιά με την τριβή.
2. μεταβάλλω σε λεπτά τεμάχια με την τριβή.3. καθαρίζω τρίβοντας•перетереть окна τρίβω τα παράθυρα.
κόβομαι με την τριβή. -
45 поддувать
ρ.δ.βλ. поддуть.(απρόσ.) φυσώ ελαφρά•от окна -ает από το παραθύρι φυσά λίγο.
-
46 половинка
-и θ.1. το μισαδάκι.2. το ένα από τα δυό•правая половинка двери το δεξιό θυρόφυλλο•
половинка окна το παραθυρόφυλλο..
-
47 продуть
ρ.σ.1. φυσώ (να καθαρίσει)•продуть трубку φυσώ το σωληνάκι.
2. κρυολογώ (από ρεύμα αέρα)•не сиди у окна, тебя -ует μη κάθεσαι στο παράθυρο, θα κρυολογήσεις.
3. φυσώ, πνέω.4. (απλ.) χάνω (στο παιγνίδι, χαρτοπαίγνιο).1. (απλ.) χάνω (στο παιγνίδι).2. κρυολογώ από ρεύμα αέρα. -
48 промазать
ρ.σ.1. αλείφω καλά, παντού.2. κλείνω αλείφοντας•промазать окна замазкой στοκάρω τα παράθυρα.
3. αστοχώ, δε βρίσκω το στόχο. -
49 раскрытие
-я ουδ.1. άνοιγμα•раскрытие окна άνοιγμα του παραθύρου•
раскрытие парашюта άνοιγμα του αλεξίπτωτου.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποκάλυψη, ξεσκέπασμα• φανέρωση•раскрытие преступления αποκάλυψη του εγκλήματος.
-
50 раствор
раствор 1-а α.1. άνοιγμα•раствор циркуля, ножниц το άνοιγμα του διαβήτη, του ψαλιδιού.
2. οπή•широкий раствор окна πλατύ άνοιγμα του παράθυρου.
раствор 2-а α.διάλυμα•раствор марганца διάλυμα μαγγανίου•
расыщенный раствор κορεσμένο διάλυμα.
|| κονίαμα•цементный раствор τσιμεντοκονίαμα•
известковый раствор ασβεστοκονίαμα.
|| λάσπη δομική. -
51 сесть
сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядьρ.σ.1. κάθομαι, καθίζω•-на стул κάθομαι στο κάθισμα•
сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•
все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•
сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•
сесть верхом κάθομαι καβάλα•
сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•
сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.
2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•
сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.
|| πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.
4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.
5. βασιλεύω•солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.
6. επικάθομαι•туман сел η ομίχλη κάθισε.
7. παθαίνω καθίζηση•фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.
8. συστέλλομαι, μαζεύω•рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.
9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•вода сла το νερό λιγόστεψε.
|| χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).
εκφρ.сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•- на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ). -
52 смотреть
смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -оρ.δ.1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•
смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•
смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•
смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•
новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.
|| μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.
|| μτφ. δίνω προσοχή•вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).
2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.3. επιβλέπω, παρακολουθώ•смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.
|| εξετάζω•доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.
|| (παλ.) επιθεωρώ•генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.
4. είμαι εστραμμένος•окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•
пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.
5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•
смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•
смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.
7. θέλω να γίνω•она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).
8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.9. προστκ. -и κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.εκφρ.смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•смотреть смерти – βλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•- я по чему – κρίνοντας από το ότι•что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.
-
53 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). -
54 стрельчатый
επ.γωνιοκόρυφος•стрельчатый свод, ο γωνιοκόρυφος θόλος•
-ые окна γωνιοκόρυφαπαράθυρα.
|| φυτρωμένος, που έβγαλε φυντάνια. -
55 тянуть
тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.δ.1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•
тянуть за руку τραβώ από το χέρι.
2. τεντώνω• απλώνω•тянуть руку απλώνω το χέρι•
тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.
|| κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•
тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.
|| κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).3. μ. έλκω•пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•
трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.
|| κατευθύνομαι, πηγαίνω.4. κάνω βαριά δουλειά•одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.
|| διατρέφω•вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.
|| βοηθώ•тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.
5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.6. μ. παίρνω•тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•
тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.
|| μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•
тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.
7. προσελκύω•меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•
его -ет природа τον τραβάει η φύση.
8. τείνω, έχω τάση•-ет ко сну νυστάζω•
тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.
9. βγάζω•тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•
тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•
тянуть жребий τραβώ κλήρο.
10. αναρροφώ•насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.
|| πίνω• ρουφώ•тянуть вино τραβώ κρασί.
|| καπνίζω, φουμάρω•тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.
11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•тянуть деньги τραβώ χρήματα.
12. κλέβω. || πετώ•журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.
|| (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.14. φυσώ, πνέω•с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.
|| φέρω, παρασύρω•ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.
|| απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•-ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•
-ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•
-ет жаром έρχεται ζέστη.
15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.
|| συνεχίζω, εξακολουθώ•тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.
16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).17. είμαι βαρύς•ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.
|| βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•
18. σφίγγω, πιέζω•тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•
рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.
εκφρ.тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•тянуть за душу – κ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•резина -ется το λάστιχο τεντώνει•
кожа -ется το δέρμα τεντώνει.
|| εκτείνομαι•за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.
2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.
3. στρέφω, γυρίζω•цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.
4. με τραβάει, με ελκύει•тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.
5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
56 юг
-а α.1. ο νότος•на юг προς το νότο•
окна дома выходят на юг τα παράθυρα του σπιτιού βλέπουν προς το νότο•
корабль держит курс на юг το καράβι κατευθύνεται προς νότο•
с юга από (το) νότο•
стрелка компаса указывает на юг ο δείχτης της πυξίδας δείχνει το νότο.
2. περιοχή νότου• ζεστό μέρος•жители -а οι κάτοικοι του νότου.
См. также в других словарях:
Окна — множественное число к слову окно. Окна (река) река в Словакии. Окна (телепрограмма) скандальное ток шоу. См. также Windows (значения) (окна) многозначный термин … Википедия
окна — Рис. 1. Окно в оконном проёме. Рис. 1. Окно в оконном проёме: 1 подоконная доска; 2 откос оконного проёма; 3 отлив форточки; 4 обвязка форточки; 5 четверть перемычки оконного проёма; 6 оконная коробка; 7 глухая фрамуга; 8 четверть кирпичной… … Энциклопедия «Жилище»
ОКНА — Видеть во сне закрытые окна – достигнете цели кружным путем и не всегда честными способами. Распахнутые окна говорят о том, что вскоре получите приглашение в дом, куда давно хотели попасть. Открытая форточка в окне предвещает неожиданную… … Сонник Мельникова
Окна (передача) — У этого термина существуют и другие значения, см. Окна. Окна с Дмитрием Нагиевым Заставка программы Жанр … Википедия
Окна РОСТА — Окна сатиры РОСТА , плакаты, создававшиеся в 1919 21 советскими художниками и поэтами, работавшими в системе Российского телеграфного агентства (РОСТА). Острые, доходчивые сатирические плакаты с кратким стихотворным текстом разоблачали… … Художественная энциклопедия
Окна РОСТА — «Окна сатиры РОСТА» серия плакатов, созданная в 1919 1921 советскими поэтами и художниками, работавшими в системе Российского телеграфного агентства (РОСТА). «Окна РОСТА» специфическая форма массового агитационного искусства, возникшая в период … Википедия
Окна РОСТа — «Окна сатиры РОСТА» серия плакатов, созданная в 1919 1921 советскими поэтами и художниками, работавшими в системе Российского телеграфного агентства (РОСТА). «Окна РОСТА» специфическая форма массового агитационного искусства, возникшая в период … Википедия
Окна сатиры РОСТа — «Окна сатиры РОСТА» серия плакатов, созданная в 1919 1921 советскими поэтами и художниками, работавшими в системе Российского телеграфного агентства (РОСТА). «Окна РОСТА» специфическая форма массового агитационного искусства, возникшая в период … Википедия
Окна открой — www.rock festival.ru Ежегодный Петербургский рок фестиваль (проводится с 2001 года) Участники: 30 групп – 10 хорошо известных, 10 гостей и 10 победителей отборочных туров. Основная идея:: помощь молодым талантам, найти и показать никому не… … Википедия
Окна открой! — Дата(ы) конец июня Место(а) проведения Санкт Петербург, Россия Года 2000 настоящее время Жанр(ы) рок музыка … Википедия
Окна ТАСС — агитационные политические плакаты, выпускавшиеся Телеграфным агентством Советского Союза (ТАСС) в годы Великой Отечественной войны 1941 45. Рисунки и тексты Окон ТАСС призывали к победе над врагом, прославляли подвиги советских людей,… … Художественная энциклопедия