Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(из+рук)

  • 41 косорукий

    επ., βρ: -рук, -а, -о
    στραβοχέρης. || μτφ. (απλ.) αδέξιος.

    Большой русско-греческий словарь > косорукий

  • 42 миниатюрность

    θ.
    λεπτότητα• μικρότητα• σμικρότητα•

    миниатюрность рук λεπτότητα (το λεπτοκαμωμένο) των χεριών.

    Большой русско-греческий словарь > миниатюрность

  • 43 мышца

    θ.
    μυς, μούσκουλο•

    сердечная мышца το μυοκάρδιο•

    плечевая мышца ανελκυτήρας ωμοπλάτης•

    двухглавая мышца δικέφαλος μυς•

    сгибающие -ы οι καμπτήρες μύες•

    вращающие -ы οι περιστροφικοί μύες•

    -ы рук οι μύες των χεριών.

    Большой русско-греческий словарь > мышца

  • 44 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 45 первый

    (τακτικό αριθμητικό)• πρώτος -Οβ•

    впечатление η πρώτη εντύπωση•

    первый курс πρώτο έτος φοίτησης•

    -ое апреля η πρωταπριλιά•

    -ые годы жизни τα πρώτα χρόνια της ζωής•

    при -ом случае με την πρώτη ευκαιρία•

    -ые цветы τα πρώτα λουλούδια (πρωτολούλουδα)•

    -ые плоды οι πρώτοι καρποί, τα πρωιμάδια, οι πρωιμιές, τα πρωτολούβια•

    -ая любовь η πρώτη αγάπη•

    первый поцелуй το πρώτο φιλί•

    первый ученик в классе ο πρώτος μαθητής στην τάξη•

    играть -ую роль παίζω τον πρώτο (κύριο) ρόλο• πρωταγωνιστώ•

    предметы -ой необходимости αντικείμενα (είδη) πρώτης ανάγκης•

    первый сорт πρώτη ποιότητα•

    первый голос (μουσ.) πρώτη φωνή.

    || ως ουσ. ουδ. -ое το πρώτο φαγητό (σούπα, βραστό). || (παρενθετικό)•

    -ое πρώτο, κατά πρώτο.

    εκφρ.
    - ое дело – α) πριν απ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστα, στην πρώτη γραμμή. β) το πιο καλύτερο, το καλύτερο απ όλα, το πρώτιστο, το υπέροχο, το εξαιρετικό•
    - ая помощь – η πρώτη (υγειονομική) βοήθεια•
    из -ых рук – από πρώτο χέρι, από την πηγή•
    не -ой молодости – όχι και νέος (λίγο μεγάλος, πιανούμενος)•
    не -ое число – (απλ.) θα έχεις κακές (δυσάρεστες) συνέπειες, θα σε τσούξει•
    первый среди равных – εξέχων, επιφανής.

    Большой русско-греческий словарь > первый

  • 46 передать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. передал, -ла, -ло, προστκ. передай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταδίνω•

    передать друг другу μεταδίνω ο ένας στον άλλον•

    передать с рук на руки μεταδίνω από χέρι, σε χέρι.

    || εγχειρίζω, δίνω στα χέρια•

    передать записку δίνω το σημείωμα στα χέρια-.

    μεταβιβάζω, μεταφέρω•

    передать свой права наследникам παλ. μεταβιβάζω τα δικαιώματα μου στους κληρονόμους.

    || στέλλω, ρίχνω, κατευθύνω•

    передать мяч на правую половину шля στέλλω την ποδόσφαιρα στο δεξιό μέρος του γηπέδου (πέρα από το κέντρο).

    2. ανακοινώνω•

    передать известие μεταδίνω την είδηση.

    || διαβιβάζω•

    -айте мой привет μεταδόστε τους χαιρετισμούς μου.

    || εκθέτω• διατυπώνω ερμηνεύω•

    правильно -ал мысль автора σωστά αυτός ερμήνευσε τη σκέψη του συγγραφέα.

    3. αναπαρασταίνω, απεικονίζω. || μεταδίνω. (με διάφορα μέσα)•

    передать по семафору μεταδίνω με το σηματοδότη•

    передать концерт по телевидению μεταδίνω συναυλία από την τηλεόραση.

    || διαδίνω•

    передать инфекцию μεταδίνω τη μόλυνση.

    4. παραδίνω•

    передать дело в суд παραδίνω την υπόθεση στο δικαστήριο.

    5. πληρώνω παραπάνω•

    передать три рубля при покупке δίνω τρία ρούβλια περισσότερα στο αγόρασμα.

    || παλ. βάζω, προσθέτωπαραπάνω.
    1. μεταδίνομαι, μεταβιβάζομαι•

    ненависть к врагу -лась от поколения к поколению το μίσος κατά του εχθρού μεταδόθηκε από γενεά σε γενεά;

    2. παραδίνομαι•

    неприятельский батальон -лся нам το εχθρικότάγμα παραδόθηκε σε μας.

    Большой русско-греческий словарь > передать

  • 47 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 48 пожимание

    ουδ.
    σφίξιμο•

    пожимание рук σφίξιμο των χεριών.

    Большой русско-греческий словарь > пожимание

  • 49 покладая

    покладая:
    не покладая рук ακατάπαυστα, ασταμάτητα (χωρίς ξεκούραση των χεριών).

    Большой русско-греческий словарь > покладая

  • 50 полнота

    θ.
    1. πληρότητα• γέμισμα•

    до -ы не доливай-μην το παραγεμίζεις.

    2. το πλήρες• εντέλεια• αρτιότητα.
    3. κορεσμός.
    4. χό-ντραιμα, πάχυνση, πάχος• γέρεμα•

    полнота рук χό-ντραιμα των χεριών•

    нездоровая полнота αρρωστιά-ρι,κα πάχη.

    εκφρ.
    от -ы души, сердца – μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα), μ όλη μου την καρδιά.

    Большой русско-греческий словарь > полнота

  • 51 рвать

    рву, рвёшь, παρλθ. χρ. рвал
    -ла, рвало
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ δυνατά, απότομα•

    не рви из рук μη τραβάς από τα χέρια.

    || βγάζω, παρασύρω• αποσπώ•

    буря с корнем рвёт деревья η θύελλα ξεριζώνει τα δέντρα•

    рвать гвозди βγάζω τα καρφιά.

    || κόβω• μαζεύω•

    рвать цветы κόβω λουλούδια•

    рвать ветки κόβω κλαδιά.

    2. (ξε)σχιζω, κάνω κομμάτια•

    рвать письмо ξεσχίζω το γράμμα•

    собаки его -ли τα σκυλιά τον ξέσχιζαν.

    3. μτφ. διακόπτω•

    рвать отношения κόβω σχέσεις.

    4. ανατινάζω• σπάζω•

    здесь в прошлом году -ли камни εδώ πέρυσι έσπαζαν πέτρες με φουρνέλα.

    5. πονώ, μου πονά δυνατά, με σφάζει(οπόνος).
    6. (απλ.) βλ. рвануть (4 σημ.).
    εκφρ.
    рвать горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κ.τ.τ.)• рвать зубы βγάζω τα δόντια (τραβώντας)•
    рвать и метать – είμαι φουρκισμένος, εξαγριωμένος, εξοργιμένος.
    1. με τραβά απότομα.
    2. ξεσχίζομαι, γίνομαι κομμάτια.
    3. κόβομαι•

    телефонная линия ежедневно -лась η τηλεφωνική γραμμή κάθε μέρα κόβονταν.

    4. μτφ. διακόπτομαι•

    отношения -лись οι σχέσεις διακόπτονταν.

    5. σκάζω•

    рядом -лись снаряды δίπλα έσκαζαν οβίδες.

    6. επιζητώ να ορμήσω, να ριχτώπροσπαθώ πολύ, κόβομαι•

    рвать в бой θέλω πολύνα ριχτώ στη μάχη•

    ребёнок -лся к матери το παιδάκι κόβονταν για να πάει στη μάνα.

    || μτφ. τείνω, έχω τάση για κάτι.
    рвёт, παρλθ. χρ. рвало ρ.σ.
    (απρόσ.) κάνω εμετό, (εξ)εμώ.

    Большой русско-греческий словарь > рвать

  • 52 резкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко; резче.
    1. οξύς, δριμύς• διαπεραστικός, σφοδρός• δυνατός, ισχυρός•

    резкий холод όριμύ ψύχος, τσουχτερό κρύο•

    резкий ветер σφοδρός άνεμος•

    -ая боль δυνατός πόνος•

    резкий свет δυνατό (χτυπητό) φως•

    резкий залах δριμεία οσμή•

    резкий голос διαπεραστική φωνή.

    2. αδρός, ζωηρός• χαρακτηριστικός, ευδιάκριτος•

    -ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου.

    3. αιφνίδιος• απότομος•

    -ое изменение погоды απότομη αλλαγή του καιρού•

    -ое повышение температуры απότομη άνοδος της θερμοκρασίας•

    -ое повышение цен απότομη άνοδος των τιμών•

    -ие движения рук απότομες κινήσεις των χεριών (απότομες χειρονομίες).

    4. μτφ. αυστηρός, τσουχτερός, δρ ι-μύς•

    -ая критика αυστηρή κριτική, μαστίγωμα, καυτηρίαση.

    || αυθάδης, θρασύς•

    резкий ответ απότομη, θρασεία απάντηση•

    -ие слова βωμολοχίες, αισχρόλογα.

    Большой русско-греческий словарь > резкий

  • 53 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 54 свобода

    θ.
    1. ελευθερία• λευτεριά•, равенство и братство ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα•

    завоевать -у καταχτώ τη λευτεριά•

    борец за -у αγωνιστής της λευτεριάς•

    свобода полная свобода πλήρης ελευθερία•

    относительная -σχετική ελευθερία•

    ограниченная свобода περιορισμένη ελευθερία•

    любовь к -е αγάπη για τη λευτεριά (φιλελευθερία)•

    свобода собраний ελευθερία του συνέρχεσθαι•

    свобода печати ελευθερία τύπου•

    предоставить -у действий παρέχω ελευθερία δράσης•

    свобода вероисповедения ανεξίθρησκεία•

    демократические -ы δημοκρατικές ελευθερίες•

    выпустить на -у αφήνω ελεύθερον•

    лишить -у στερώ της ελευθερίας•

    свобода торговли ελευθερία εμπορίου•

    свобода передвижения ελευθερία μετακίνησης.

    || απελευθέρωση.
    2. ευκολία•

    отвечать с -ой απαντώ ελεύθερα.

    3. ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος. || οικειότητα, θάρρος.
    εκφρ.
    свобода рук – ελευθερία δράσης•
    на -е – στον ελεύθερο χρόνο•
    дать -уβλ. στη λ. воля.

    Большой русско-греческий словарь > свобода

  • 55 скрещение

    ουδ.
    1. σταύρωση, -μα•

    скрещение рук на груди σταύρωμα των χεριών στο στήθος.

    2. διασταύρωση (φυτών, ζώων).
    3. ανάμειξη, ανακάτωμα γλωσσών.

    Большой русско-греческий словарь > скрещение

  • 56 спихнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спихнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. σπρώχνω, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω. || μτφ. απολύω από την υπηρεσία, διώχνω• αποπέμπω. || μτφ. απαλλάσσομαι από κάτι οχληρο, ανεπιθύμητο.
    2. βλ. столкнуть (2 σημ.).
    εκφρ.
    спихнуть кому на руки (ή на шею плечи)απλ. τα φορτώνω στον άλλον (για να απαλλαχτώ ο ίδιος)•
    спихнуть с рук (ή с шеи, с плеч)απλ. απαλλάσσομαι από κάποιον, ξεφορτώνομαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > спихнуть

  • 57 спустить

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•

    спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•

    спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•

    спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•

    спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.

    || σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.

    || μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•

    спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.

    2. χαμηλώνω•

    спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.

    || κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•

    спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.

    3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•

    спустить курок πατώ τη σκαντάλη•

    собаку с цепи λύνω το σκυλί.

    4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.
    5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•

    спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.

    || ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•

    спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.

    6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.
    7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.
    εκφρ.
    спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•
    спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•
    спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•
    спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).
    1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•

    спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•

    шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).

    || πλέω προς τα κάτω.
    2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•

    туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.

    || χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•

    курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.

    || ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•

    юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.

    3. υποβιβάζομαι.
    4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•

    температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.

    εκφρ.
    спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > спустить

  • 58 сухорукий

    επ., βρ: -рук, -а, -о
    με αδύνατα χέρια• ξηροχέρης.

    Большой русско-греческий словарь > сухорукий

  • 59 третий

    -ья, -ье (τακτ. αριθμητικό).
    1. τρίτος•

    третий год τρίτος χρόνος•

    третий урок τρίτο μάθημα.

    2. άσχετος με ένα ζήτημα•

    решение спора -ьим лицом λύση της διαφοράς από τρίτο πρόσωπο.

    || κατώτερος•

    чай -ьего сорта τσάι τρίτης ποιότητας.

    ουσ. το τρίτο (κατά σειρά προσφερόμενο) φαγητό.
    3. (παρνθ. λ.) τρίτον.
    4. ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου)•

    две -ьих τα δύο τρίτα.

    εκφρ.
    - ье отделениеπαλ. το τρίτο αστυνομικό τμήμα•
    - ье поколение – η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)•
    - ья скорость – τρίτη ταχύτητα•
    - ьего дня – προχτές•
    - ьей руки – μέτριος•
    в -ьем году – προπέρυσι•
    в -ьи руки – σε τρίτα χέρια•
    из -ьих рук ή уст (узнать, услышатьκ.τ.τ.) από τρίτο (όχι από τον ίδιο), εξώδικα•
    с -ьими петухами – με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)•
    до -ьих петухов – πριν το τρίτο λαλημάτων κο-κορ ιών (πριν τη χαραυγή),

    Большой русско-греческий словарь > третий

  • 60 ускользнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.
    1. (ξε) γλιστρώ, (εξ)ολισθαίνω• ξεφεύγω•

    рыба -ла из рук το ψάρι ξεγλίστρησε από τα χέρια.

    || φεύγω έρποντας.
    2. μτφ. διαφεύγω, φεύγω λαθραία, επιτήδεια.
    3. μτφ. χάνομαι, εξαφανί-μαι, γίνομαι άφαντος.
    4. μτφ. αποφεύγω•

    ускользнуть от прямого ответа αποφεύγω να απαντήσω ξεκάθαρα.

    Большой русско-греческий словарь > ускользнуть

См. также в других словарях:

  • РУК — РУК, Рук Содержание 1 Фамилия 2 Аббревиатура 3 Населённый пункт 4 …   Википедия

  • Рук (Луна) — Рук лат. Montes Rook …   Википедия

  • Рук — Рук, Джордж Джордж Рук 1650 24 января, 1709 Адмирал сэр Джордж Рук Место рождения …   Википедия

  • РУК — Руком Русская управляющая компания ООО организация РУК Источник: http://www.vedomosti.ru/newspaper/article.shtml?2004/05/31/76478 РУК реле управления компрессором РУК радиоузел командира …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • рук. — рук. рукав Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского языка. С. Пб.: Политехника, 1997. 527 с. рук. ркп. рукопись рук. Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского языка. С. Пб.: Политехника, 1997. 527 с. рук …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • Рук микрофлора. — Рук микрофлора. В основном совпадает с кожи микрофлорой (см.) др. участков тела. Особенность состоит в присутствии на коже рук, главным образом пальцев, патогенных и условно патогенных возбудителей кишечных и гнойных инфекций, яиц гельминтов,… …   Словарь микробиологии

  • рук облуд — РУК О’БЛУД, рук о’блуда, м.. 1. Онанист. 2. Ирландец. Шутл. контаминация «рукоблуд» и огласовки типичной ирландской фамилии …   Словарь русского арго

  • Рук не наставишь. — (коли не сягают). См. СЧАСТЬЕ УДАЧА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • рук к работе не прикладывавший — прил., кол во синонимов: 7 • бездельничавший (148) • ленившийся (21) • лентяйничавший …   Словарь синонимов

  • рук не покладавший — прил., кол во синонимов: 7 • втыкавший (74) • парившийся (83) • пахавший (88) • …   Словарь синонимов

  • рук не покладать — париться, пахать как трактор, трудиться, втыкать, пахать, пахать как лошадь, работать Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»