Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(голова)

  • 41 клонить

    клоню, клонишь
    ρ.δ.
    1. κλίνω, γέρνω, κάμπτω, λυγίζω•

    ветер клонил верхушки деревьев ο άνεμος λύγιζε τις κορυφές των δέντρων•

    лодку -ло на бок η βάρκα έγερνε.

    2. με παίρνει, με πιάνει•

    клонит ко сну νυστάζω•

    меня от жары к лени клонит από τη ζέστη με πιάνει η τεμπελιά.

    3. τραβώ, κατευθύνομαι, παίρνω τροπή•

    дело к разрыву -ит η υπόθεση τραβάει για χάλασμα, η υπόθεση λασπώνει.

    || μτφ. στρέφω, γυρίζω.
    εκφρ.
    клонить голову (шею, спинку) – σκύβω, υποκύπτω, ενδίδω•
    клонить очи ή взор – χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
    1. κλίνω, γέρνω, λυγίζω•

    ветви ивы -ятся к самой воде τα κλαδιά της ιτιάς γέρνουν ως το νερό•

    голова -ится от дремоты κουτουλιέμαι από τη νύστα.

    || (για ουράνια σώματα, μέρα κ.τ.τ.) γέρνω προς τη δύση•

    солнце -ится к западу ο ηλιος γέρνει•

    день -ится η μέρα γέρνει.

    2. μτφ. πλησιάζω, κοντεύω•

    дело -ится к развязке η υπόθεση παίρνει τέλος•

    победа -лась на нашу сторону η νίκη έκλινε προς εμάς.

    3. αποσκοπώ, αποβλέπω•

    так вот к чему -лись его речи να λοιπόν σε τι αποσκοπούσαν οι λόγοι του.

    Большой русско-греческий словарь > клонить

  • 42 круг

    -а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α.
    1. (в -е) κύκλος•

    описывать круг διαγράφω κύκλο•

    площадь -а επιφάνεια κύκλου.

    2. αντικείμενο στρογγυλό•

    круг сыра κεφάλι τυριού•

    спасательный круг σωσίβιο.

    || στεφάνι.
    3. (αθλτ.) ο γύρος•

    беговой круг γύρος του δρόμου.

    4. το περιβάλλον, οι κύκλοι•

    правительственные -и οι κυβερνητικοί κύκλοι•

    правящие -и οι ηγετικοί κύκλοι•

    в тесном -у σε στενό κύκλο•

    в -у семьи σε οικογενειακό κύκλο•

    в -у знакомых σε κύκλο γνωστών•

    политические -и οι πολιτικοί κύκλοι.

    5. σφαίρα, τομέας• έκταση•

    круг знаний ο κύκλος των γνώσεων•

    круг деятельности η σφαίρα δράσης.

    εκφρ.
    на круг – κατά μέσο όρο, περίπου•
    - и под глазами – μελανοί γύροι στα μάτια (από υπερκόπωση)•
    голова идёт (пошла) -ом – α) ζαλίζομαι (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι•
    сделать ή дать круг – παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση•
    спиться с -у – (απλ.) τρικλίζω από το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > круг

  • 43 кружить

    кружу, кружишь
    ρ.δ.
    1. μ. περιστρέφω, γυρίζω, θέτω σε περιστροφική κίνηση.
    2. αμ. τριγυρίζω, στριφογυρίζω.
    3. περιφέρομαι, περιέρχομαι, περιπλανιέμαι•

    кружить по гброду τριγυρίζω στην πόλη.

    4. στροβιλίζω•

    метель -ит ή χιονοθύελλα στροβιλίζει.

    εκφρ.
    кружить голову – α) ζαλίζω, β) παίρνουν τα μυαλά μου αέρα (χάνω το αίσθημα της πραγματικότητας), γ) ξεμυαλίζω με ερωτοτροπίες.
    περιστρέφομαι, γυρίζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    εκφρ.
    голова кружить – α) το κεφάλι μου ζαλίζεται ή ζαλίζομαι, έχω ζαλάδα, αντραλίζομαι, β) τα χάνω, θολώνει το μυαλό μου, τα μπερδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > кружить

  • 44 мёртвый

    επ., βρ: мёртв, мертва, мёртво κ. мертво, мёртвы κ. мертвы
    1. νεκρός, πεθαμένος•

    -ое тело νεκρό σώμα (πτώμα)•

    приказано взять его -го или живого διατάχτηκε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.

    2. μτφ. -ое молчание νεκρική σιγή•

    мёртвый вид νεκρική όψη•

    -ые улицы νεκροί (έρημοι) δρόμοι•

    на улице было -о στο δρόμο ήταν νέκρα (καμιά κίνηση)•

    мёртвый сезон νεκρή σεζόν, εποχή αναδουλιάς•

    -ые знания νεκρές γνώσεις•

    -ые краски εξίτηλα χρώματα.

    3. ουσ. ο νεκρός, ο πεθαμένος.
    εκφρ.
    - ая вода – α) ανεπάρκεια νερού (για κίνηση υδρόμυλου), β) διαλκ. λιμνάζον νερό. γ) νερό θαυματουργό (μυθ.)• -ая голова α) νεκροκεφαλή, β) νυχτοπεταλούδα (πού έχει στη ράχη της σχήματα ομοιάζοντα με νεκροκεφαλές)•
    - ая зыбь – η φούσκο θαλασσιά•
    мёртвый капитал – α) νεκρό κεφάλαιο, β) νεκρός πλούτος γνώσεων•
    - ая петля – α) βρόχος (θηλιά) αγχόνης.
    4. (αερπ.) το λούπιγκ•
    - ая точка – (φυσ.) νεκρό σημείο•
    - ая хватка – α) νεκρικό δάγκωμα σκύλου (κατά το οποίο για πολύ δεν ανοίγουν οι σιαγόνες του), β) επιμονή για επίτευξη•
    - ая природа – νεκρή φύση•
    - ое пространство – (στρατ.) το απυρόβλητο, νεκρή γωνία•
    мёртвый час – ώρα ανάπαυσης(στα θεραπευτήρια)•
    мёртвый штиль – απόλυτη νηνεμία•
    мёртвый язык – νεκρή γλώσσα (που δε μιλιέται πια)•
    мёртвый якорь – η άγκυρα του ναυδέτου (σημαδούρας)•
    ни жив ни мёртв – μισοπεθαμένος, μισοζώντανος•
    пить -ую (чашу) – γίνομαι στουπί στο μεθύσι•
    спать (заснуть, уснуть) -ым сном – πέφτω ψόφιος στον ύπνο, κοιμούμαι βαθιά.

    Большой русско-греческий словарь > мёртвый

  • 45 мякинный

    επ.
    του σκύβαλου με σκύβαλα.
    εκφρ.
    - ая голова у него – αυτός έχει σκύβαλα μέσα στο κεφάλι (είναι ανόητος).

    Большой русско-греческий словарь > мякинный

  • 46 немного

    επίρ.
    λίγο•

    голова немного болит το κεφάλι λίγο πονά•

    выпить немного воды πίνω λίγο νερό•

    немного людей λίγος κόσμος•

    у него немного денег αυτός έχει λίγα χρήματα•

    ему немного нужно αυτού λίγο του χρειάζεται•

    немного спустя λίγο μετά•

    совсем немного εντελώς λίγο•

    немного меньше, немного больше не мешает λίγο λιγότερο, λίγο περισσότερο δε βλάπτει.

    Большой русско-греческий словарь > немного

  • 47 огонь

    огня α.
    1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•

    развести огонь ανάβω φωτιά•

    сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•

    греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.

    || μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•

    он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.

    || μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.
    2. φως•

    зажечь огонь ανάβω το φως•

    погасить огонь σβήνω το φως•

    светит огонь φέγγει το φως.

    || πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•

    его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.

    3. (στρατ.) πυρ•

    огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•

    прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•

    перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•

    сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•

    заградительный огонь φραγμός πυρών•

    артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•

    шквильный огонь καταιγισμός πυρών•

    греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•

    линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).

    εκφρ.
    α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•
    β) στη μάχη•
    в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•
    из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•
    между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•
    - м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•
    боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•
    пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά.

    Большой русско-греческий словарь > огонь

  • 48 опустить

    опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•

    опустить опять ξανακατεβάζω.

    || χαμηλώνω•

    голову κατεβάζω το κεφάλι•

    опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    || χαλαρώνω•

    подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.

    || αποθέτω, απιθώνω.
    2. ρίχνω•

    опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.

    || βάζω, χώνω•

    опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.

    || βυθίζω•

    опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.

    3. κλείνω κατεβάζοντας•

    опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•

    опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.

    4. παραλείπω•

    излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.

    || αφήνω να ξεφύγει•

    опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.

    εκφρ.
    опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.
    1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•

    голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.

    || κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•

    на колени γονατίζω•

    опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•

    ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•

    сумерки -лись σουρούπωσε•

    туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.

    2. κλείνομαι•

    занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).

    3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.
    4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).
    εκφρ.
    опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > опустить

  • 49 побаливать

    -ает ρ.δ. πονώ λίγο ή κατά διαστήματα•

    голова -ает το κεφάλι μου πονεί λίγο ή πότε-πότε.

    Большой русско-греческий словарь > побаливать

  • 50 поболеть

    ρ.σ.
    1. αρρωσταίνω, ασθενώ.
    2. ανησυχώ, φροντίζω, πονώ, ενδιαφέρομαι.
    -лит
    ρ.σ.
    πονώ (για ένα χρ. διάστημα)•

    голова -ла с утра, а к вечеру прошла το κεφάλι μου πόνεσε από το πρωί, όμως κατά το βράδυ μου πέρασε.

    Большой русско-греческий словарь > поболеть

  • 51 понурить

    ρ.σ.μ. (με τη λ. голова)• χαμηλώνω, σκύβω, κατεβάζω• κλίνω, γέρνω.
    χαμηλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ., θλίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > понурить

  • 52 пухнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. пухнул κ. пух, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пухнувший κ. пухший
    ρ.δ.
    φουσκώνω, πρήζομαι•

    у меня рука -нет το χέρι μου πρήζεται.

    εκφρ.
    голова -нет – ζαλίζεται το κεφάλι (από εντατική πνευματική εργασία, πλήθος εντυπώσεων κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > пухнуть

  • 53 разболеться

    ρ.σ. αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ•

    я совсем -лся αρρώστησα βαριά.

    -йтся
    ρ.σ.
    πονά (για μέλος του σώματος)•

    от слез голова -лась από τα δάκρυα μου πόνεσε το κεφάλι•

    у брата -лись зубы τον αδερφό μου τον πόνεσαν τα δόντια.

    Большой русско-греческий словарь > разболеться

  • 54 решето

    -а, πλθ. решёта ουδ.
    κόσκινο•

    решето пропускать (просеивать) через (сквозь) κοσκινίζω.

    εκφρ.
    голова как решето – διαλείψεις μνήμης•
    чудеса в -е – παραξενιά, τερατωδία, τραγέλαφος•
    черпать воду -ом – αντλώ νερό με το κόσκινο ή το καλάθι.

    Большой русско-греческий словарь > решето

  • 55 садовый

    επ.
    του κήπου•

    -ые дорожки δρομάκια του κήπου•

    -ая калитка η κηπόπορτα.

    || κηπευτικός•

    -ая малина κηπευτικά σμέουρο•

    садовое дерево κηπευτικό δέντρο.

    || δεντροκομικός•

    -ая опытная станция δεντροκομικός πειραματικός σταθμός.

    εκφρ.
    голова -ая – άνθρωπος αφηρημένος, αποξεχασμένος, επιλήσμονας, χαζός.

    Большой русско-греческий словарь > садовый

  • 56 сам

    сама, само (οριστική αντωνυμία).
    1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•

    вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•

    сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•

    других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•

    -а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.

    2. μόνος, εξ ιδίων•

    слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),

    3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•

    сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.

    4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•

    приехал ο τρανός ήρθε.

    5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•

    он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).

    εκφρ.
    -а, -о собой – άθελα, ακούσια•
    глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•
    - о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•
    сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•
    сам себе голова (хозяин, господинκ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•
    сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.

    Большой русско-греческий словарь > сам

  • 57 сахарный

    επ.
    της ζάχαρης•

    сахарный завод εργοστάσιο ζάχαρης•

    -ое производство παραγωγή ζάχαρης•

    -ая голова μεγάλο κομμάτι ζάχαρης (σχήματος σφαιρικού ή κωνοειδές)•

    сахарный песок ψιλή ζάχαρη•

    -ая пудра ζαχαρόσκονη άχνη.

    || ζαχαρένιος. || μτφ. γλυκός, ηδονικός. || μτφ. ευχάριστος• ικανοποιητικός.
    εκφρ.
    - ая болезнь – ο ζαχαροδιαβήτης.

    Большой русско-греческий словарь > сахарный

  • 58 свинец

    -нца α.
    1. μόλυβδος, μολύβι.
    2. μτφ. σφαίρα, βολίδα, βόλι.
    εκφρ.
    свинец на душе, на сердце – βάρος (άχθος) στην ψυχή, στην καρδιά•
    лечь -цом на душу, на сердце – κάθομαι βάρος στην ψυχή, στην καρδιά•
    голова как -цом налита – το κεφάλι μου είναι βαρύ σαν μολύβι (πάσχει από βαρυαλγία).

    Большой русско-греческий словарь > свинец

  • 59 седой

    επ., βρ: сед, седа, седо.
    1. άσπρος• ψαρός•

    человек с седой бородой άνθρωπος ψαρογένης•

    -ая голова ασπρόμαλλο κεφάλι.

    2. στ ικτόγκρ ιζος (για γούνα).
    3. γκρίζος, σταχτής, τεφρός.
    εκφρ.
    - ая старина – η αρχαιότητα, τα πολύ παλαιά χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > седой

  • 60 стриженый

    επ.
    κουρεμένος•

    -ая голова κουρεμένο κεφάλι.

    || κομμένος, θερισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > стриженый

См. также в других словарях:

  • голова́ч — головач, а …   Русское словесное ударение

  • ГОЛОВА — жен. глава, часть тела, состоящая из черепа с мозгом, из мышц, покровов с волосами и пр. башка, мозговница. Разницу между головой и главой, см. глава. Голова состоит из головы собственно и лица: голова делится на лоб или чело, темя, маковку,… …   Толковый словарь Даля

  • голова — ы, вин. голову; мн. головы, лов, ам; ж. 1. Верхняя часть тела человека, верхняя или передняя часть тела позвоночного животного, состоящая из черепной коробки и лица у человека (или морды у животного). Поднять, опустить, повернуть голову. Покачать …   Энциклопедический словарь

  • голова — сущ., ж., употр. наиб. часто Морфология: (нет) чего? головы, чему? голове, (вижу) что? голову, чем? головой, о чём? о голове; мн. что? головы, (нет) чего? голов, чему? головам, (вижу) что? головы, чем? головами, о чём? о головах 1. Голова это… …   Толковый словарь Дмитриева

  • ГОЛОВА — ГОЛОВА, головы, вин. голову, мн. головы, голов, головам, жен. 1. Верхняя часть тела человека или животного, состоящая из черепной коробки и лица. Повернуть голову. «Голова у Ивана Ивановича похожа на редьку хвостом вниз; голова Ивана Никифоровича …   Толковый словарь Ушакова

  • Голова — название военных и административных должностей местных органов власти в России 16 20 веков. Военные должности: сотенный голова начальник сотни в дворянском ополчении; стрелецкий голова (со второй половины 17 в. полковник) начальник Стрелецкого… …   Политология. Словарь.

  • голова — См. болезнь, вершина, воротила, глава, главный, единица, руководитель, умный в голове ветер ходит, веселая голова, взмылить голову, взять в голову, взять на свою голову, взять себе в голову, висеть над головой, войти в голову, волосы рвать на… …   Словарь синонимов

  • голова — ГОЛОВА1, ы, вин. голову, мн головы, ов, ам, ж Часть тела человека или животного, состоящая из черепной коробки (черепа) и лица (у животного морды); у беспозвоночных передний, относительно обособленный участок тела с органами чувств и ротовым… …   Толковый словарь русских существительных

  • ГОЛОВА — ГОЛОВА, название военной и административных должностей в России 16 17 вв. (стрелецкий голова, обозный голова, письменный голова и др.) и выборных городских и сословных должностей в 18 начале 20 вв. (городская голова, волостной голова, ремесленный …   Современная энциклопедия

  • ГОЛОВА — название военных и административных должностей в России 16 17 вв. (стрелецкий голова, обозный голова, письменный голова и др.) и выборных городских и сословных должностей в 18 нач. 20 вв. (городской голова, волостной голова, ремесленный голова) …   Большой Энциклопедический словарь

  • голова — вин. п. голову, укр. голова, ст. слав. глава, болг. глава, сербохорв. глава, словен. glâva, чеш., слвц. hlava, польск. gɫowa, в. луж. hɫowa, н. луж. gɫowa. Относительно первонач. ударения см. Фортунатов, ВВ 22, 171; Торбьёрнссон 1, 77 и сл.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»