-
1 входить
входитьнесов1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):\входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω13. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:\входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:\входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:\входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί. -
2 менять
менятьнесов в разн. знач. ἀλλαζα), μεταβάλλω:\менять белье ἀλλάζω ἀσπρόρρου-χα· \менять деньги χάλάω χρήματα, κάνω ψιλά· \менять положение μεταβάλλω τήν κατάσταση· \менять свое мнение μεταβάλλω (или ἀλλάζω) γνώμη· \менять политику ἀλλάζω πολιτική· э́то не меняет дела αὐτό δέν'άλ-λάζει τήν ὑπόθεση. -
3 войти
войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•
заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.
2. συμπεριλαμβάνομαι•войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.
|| γίνομαι μέλος•он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.
3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.
4. εισχωρώ, εισδύω•войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.
5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•
в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•
войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•
войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•
войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•
войти в известность γίνομαι γνωστός.
εκφρ.войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•войти в дружбу – πιάνω φιλία•войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•войти в лета ή в года ή в возраст – παλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό. -
4 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.
См. также в других словарях:
положение — Расположение, размещение, состояние, отношение, постановка, поза, позиция, обстановка, ситуация; условия, обстоятельства (мн. ч.), жизнь. Картинная (театральная) поза. Он в дурных обстоятельствах. См. афоризм, достоинство, закон, мнение, мысль,… … Словарь синонимов
Положение усиленной (чрезвычайной) охраны — Положение усиленной (чрезвычайной) охраны (общее название исключительное положение) особенный правовой статус местности в государственном праве Российской империи, объявляемый при чрезвычайных ситуациях и гражданских волнениях. При… … Википедия
дела — положение, обстоятельства, состояние, картина, условия, конъюнктура, ситуация, обстановка Словарь русских синонимов. дела см. положение Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык. З. Е. Александро … Словарь синонимов
Дела — мн. разг. 1. Важная работа, прибыльное выгодное занятие. 2. Положение вещей или обстоятельств. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
положение — ПОЛОЖЕНИЕ1, спец. теза, спец. тезис ПОЛОЖЕНИЕ2, картина, обстановка, обстоятельства, ситуация, состояние, условия, книжн. конъюнктура, разг. дела … Словарь-тезаурус синонимов русской речи
ПОЛОЖЕНИЕ РАБОЧЕГО КЛАССА В РОССИИ — работа В.В. Берви Флеровского (1869). В сочинении Берви Флеровского получила яркое выражение мысль, что одна реформа 19 февраля 1861 не произвела, да и не могла произвести серьезного улучшения в положении народных масс. Природа дает возможность… … Социология: Энциклопедия
Положение русского языка в Украине — Николай Гоголь, русский писатель классик, уроженец Полтавщины Владимир Даль, составитель «Толкового словаря живого великорусского языка», уроженец Луганска … Википедия
Положение русского языка на Украине — Николай Гоголь, русский писатель классик, уроженец Полтавщины Владимир Даль, составитель «Толкового словаря живого великорусского языка», уроженец Луганска … Википедия
Осадное положение — (Belagerungszustand, état de siège) исключительное положение, в котором объявляется какая либо местность, в видах охранения общественного порядка. Оно заключается в том, что административная (отчасти и судебная) власть переходит к военному… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Возбуждение уголовного дела — Уголовное дело (1944 г.) … Википедия
История "Катынского дела" — Катынское дело массовое уничтожение тысяч польских военнопленных на территории СССР во время второй мировой войны. Название произошло от небольшого поселка Катынь, расположенном в 14 км к западу от Смоленска, в районе железнодорожной станции… … Энциклопедия ньюсмейкеров