-
1 натура
-ы θ.1. παλ. βλ. природа (1 σημ.).2. παλ. βασική ιδιότητα, ουσία.3. χαράκτηρας, ήθος ιδιοσυγκρασία, φύση. || ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινη φύση•крепкая γερός οργανισμός.
4. πραγματικότητα, φύση•в -е таких зверей не бывает στην πραγματικότητα τέτοια θηρία όεν υπάρχουν.
5. (Τέχνη)• η ζωντανή φύση•рисовать с -ы ζωγραφίζω άμεσα από τη φύση.
|| βλ. натуршик, -ца. || (κινημτγ.) φυσικό περιβάλλον.6. είδος, προϊόν (αντί χρημάτων).εκφρ.в -е вещей – βλ. στη λ. природа• вторая натура δεύτερη φύση•привычка – вторая натура – η έξη (συνήθεια) είναι δεύτερη φύση•быть ή стоять на -е – ποζάρω (στο ζωγράφο). -
2 альт
муз. 1. (голос) το άλτο (ξεν.) 2. (духовой и струнный инструмент) το άλτο 3. (вторая по высоте партия многоголосного сочинения) η δεύτερη φωνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > альт
-
3 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина
-
4 группа крови
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > группа крови
-
5 квадрат
1. (геометрическая фигура) το τετράγωνο 2. (вторая степень числа) το τετράγωνο του αριθμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > квадрат
-
6 палуба
мор. το κατάστρωμαразг. η κουβέρτα (ξεν.)настилать - у (επι)στρώνω το - (π.χ. με ξυλεία)верхняя / нижняя - твиндечная - άνω/κάτω - του κουραδόρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > палуба
-
7 степень
1. (в значениях· размах, масштаб, уровень, ступень, категория) о βαθμός- окисления - οξείδωσης, ο αριθμός οξείδωσης2. (произ-ведение нескольких равных сомножителей) η δύναμη 3. (учёное звание) о (επιστημονικός) τίτλος, ο βαθμός 4. грам. о βαθμ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > степень
-
8 половина
половина ж το μισό- \половина третьего είναι δυόμισι η ώρα· во второй \половинае июля στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιούλη; первая (вторая) \половина игры το πρώτο (δεύτερο) μέρος του αγώνα, το ημιχρόνιο* * *жτο μισόполови́на тре́тьего — είναι δυόμισι η ώρα
во второ́й полови́не ию́ля — στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιούλη
пе́рвая (втора́я) полови́на игры́ — το πρώτο (δεύτερο) μέρος του αγώνα, το ημιχρόνιο
-
9 идти
иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучиρ.δ.1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•
идти медленно βαδίζω αργά.
|| έρχομαι•я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.
|| τρέχω•иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.
|| κινούμαι, κατευθύνομαι•в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.
2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.
3. επιτίθεμαι•на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.
|| εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.
4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.
|| (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•
древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•
растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.
5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•
из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•
у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.
7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.
8. πλησιάζω•весна идёт η άνοιξη έρχεται•
сон идёт ο ύπνος έρχεται.
9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•
идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.
|| αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.
11. χορηγούμαι, δίνομαι•ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.
|| χρειάζομαι, απαιτούμαι•на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.
|| διαδίδομαι•слух (ή молва) идёт φημολογείται•
сплетни идут κουτσομπολεύεται.
|| εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•
мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.
13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•дождь идёт βρέχει•
снег идёт χιονίζει.
14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•годы шли τα χρόνια περνούσαν•
вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•
как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•
идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•
идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.
15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•идут экзамены γίνονται εξετάσεις•
идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•
бой идёт γίνεται μάχη•
идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.
|| (για θέαμα) παίζομαι•идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.
16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.
|| ξοδεύομαι, δαπανώμαι•на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.
17. ταιριάζω, αρμόζω•ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.
18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.
|| μπήγομαι•гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•
нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.
19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•иди за мени παντρέψου εμένα•
она идёт замуж αυτή παντρεύεται.
20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.
|| (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.
21. εισάγομαι•чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.
22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.
23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•
переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.
24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•
дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.
|| διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•идти в продажу πουλιέμαι•
идти в обработку επεξεργάζομαι•
идти в сравнение συγκρίνομαι•
идти в починку διορθώνομαι•
идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•
идти в пляс αρχίζω να χορεύω.
26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•
дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•
идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.
27. επιβεβαιωτική λέξη•идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•
едем? – идёт πάμε; – ναι•
ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;
28. έχω σαν περιεχόμενο•у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•
дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•
о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,
εκφρ.идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές; -
10 привычка
-и, γεν. πλθ. -чек θ. συνήθεια, έξη•хорошая привычка καλή συνήθεια•
плохая привычка κακή συνήθεια•
отучить от -и ξεσυνηθίζω•
усвоить дурную -у αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυ, -νηθίζω•
это входит в его -и αυτός τό χει (πάρει) συνήθεια привычка - вторая натура η έξη είναι δεύτερη φύση•
выработать в себе -у το κάνω συνήθεια•
иметь -у τό χω (έχω) συνήθεια•
укоренившая привычка ριζωμένη συνήθεια.
-
11 природа
-ы θ.1. η φύση•любить -у αγαπώ τη φύση•
на лене -ы στους κόλπους της φύσης•
мртвая природа νεκρή φύση•
изучать -у μελετώ τη φύση•
законы -ы νόμοι της φύσης.
2. υπόσταση, ουσία.• человеческая природа η ανθρώπινη φύση•природа общественных отношений η φύση των κοινωνικών σχέσεων.
|| χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία, το φυσικό•привычка природа вторая природа η έξη είναι δεύτερη φύση.
3. (απλ.) ράτσα• σόι• καταγωγή•он хорошей -ы αυτός είναι καλής καταγωγής, σοΐλής.
εκφρ.от -ы – από τή φύση, εκ γενετής, γενητάτος•в -е вещей – στη φύση των ίδιων των πραγμάτων•по -е – από φύση, από χαρακτήρα. -
12 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
13 смена
-ы θ.1. αλλαγή• εναλλαγή• αντικατάσταση•смена караула αλλαγή φρουράς•
смена кабинета αλλαγή κυβέρνησης•
смена дня и ночи εναλλαγή μέρας και νύχτας.
2. η βάρδια•первая η πρώτη βάρδια•
вторая смена η δεύτερη βάρδια•
работать в две -ы δουλεύω δυο βάρδιες.
|| αποστολή.3. μτφ. η νέα γενιά.4. αλλαξιά (ρούχων)•возьмите с собою одну -у белья πάρτε μαζί σας μια αλλαξιά ρούχα.
εκφρ.на -у – σε αντικατάσταση. -
14 сцена
-ы θ.1. (θεατρ.) σκηνή•сцена отделена от зрительного зала занавесом η σκηνή χωρίζεται από την αίθουσα με αυλαία•
поставить на -у ανεβάζω στη σκηνή•
финальная сцена первого акта η τελευταία σκηνή της πρώτης πράξης•
действие первое, сцена вторая πράξη πρώτη, σκηνή δεύτερη.
2. επεισόδιο• συμβάν•сделать кому -у δημιουργώ σκηνές σε κάποιον•
-ревности σκηνή ζηλοτυπίας•
семеиная сцена οικογενειακή σκηνή.
εκφρ.явиться на -е – εμφανίζομαι στη σκηνή (μπροστά στο κοινό)•сойти со -ы – φεύγω (εγκαταλείπω) τη σκηνή (αποσύρομαι από κάτι)•играть на -е – παίζω στη σκηνή (είμαι ηθοποιός).
См. также в других словарях:
Вторая — Вторая топоним в России: Вторая (приток Косца) река в Томской области, Красноярском крае и Ханты Мансийском АО; Вторая (приток Тямки) река в Тюменской области … Википедия
вторая — Вторая молодость подъем энергии, прилив новых сил в зрелом, пожилом возрасте. К нему пришла вторая молодость … Фразеологический словарь русского языка
Вторая — I ж. разг. жен. к сущ. второй I II числ. разг. Часть, доля, полученная от деления чего либо на две равные части; одна вторая. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
Вторая — I ж. разг. жен. к сущ. второй I II числ. разг. Часть, доля, полученная от деления чего либо на две равные части; одна вторая. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
Вторая книга — Вторая книга: Вторая книга (эсперанто) вторая книга, изданная для описания международного языка эсперанто. Вторая книга Еноха (славянская) апокриф. Вторая книга Ездры одна из книг Библии. Вторая книга Маккавейская одна из… … Википедия
Вторая Мировая (игра) — Вторая мировая Разработчик 1С Издатель 1С Дата выпуска 20 октября 2006 … Википедия
Вторая Мировая Война — Сверху по часовой стрелке: союзные силы высаживаются в Нормандии в «День Д»; солдаты Красной Армии поднимают Знамя Победы над Рейхстагом; ворота концентрационного лагеря Освенцим; Сталинград после битвы; атомные бомбардировки Хиросимы и Нагасаки; … Википедия
Вторая Мировая война — Сверху по часовой стрелке: союзные силы высаживаются в Нормандии в «День Д»; солдаты Красной Армии поднимают Знамя Победы над Рейхстагом; ворота концентрационного лагеря Освенцим; Сталинград после битвы; атомные бомбардировки Хиросимы и Нагасаки; … Википедия
Вторая Мировая — война Сверху по часовой стрелке: союзные силы высаживаются в Нормандии в «День Д»; солдаты Красной Армии поднимают Знамя Победы над Рейхстагом; ворота концентрационного лагеря Освенцим; Сталинград после битвы; атомные бомбардировки Хиросимы и… … Википедия
Вторая мировая война 1939—45 — Вторая мировая война Сверху по часовой стрелке: союзные силы высаживаются в Нормандии в «День Д»; солдаты Красной Армии поднимают Знамя Победы над Рейхстагом; ворота концентрационного лагеря Освенцим; Сталинград после битвы; атомные бомбардировки … Википедия
Вторая мировая война 1939-45 — Вторая мировая война Сверху по часовой стрелке: союзные силы высаживаются в Нормандии в «День Д»; солдаты Красной Армии поднимают Знамя Победы над Рейхстагом; ворота концентрационного лагеря Освенцим; Сталинград после битвы; атомные бомбардировки … Википедия