Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(власть)

  • 21 укреплять

    укрепля||ть
    несов
    1. δυναμώνω (μετ.\ στερεώνω, ἐνισχύω, ἐδραιώνω, ἐμπεδώ/ τονώνω (здоровье):
    \укреплять власть (мощь, могущество) στερεώνω τήν ἐξουσία· \укреплять свое положение ἐνισχύω τήν θέση μου·
    2. воен. ὁχυρώνω·
    3. (прикреплять) κολλῶ„ στερεώνω, συνδέω..

    Русско-новогреческий словарь > укреплять

  • 22 безраздельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    αμέριστος, αδιαίρετος, ενικός•

    -ая власть αδιαίρετη εξουσία (απολυταρχία)•

    -ое господство αδιαίρετη κυριαρχία (μονοκρατία).

    Большой русско-греческий словарь > безраздельный

  • 23 верховный

    επ.
    ανώτατος•

    -ая власть η ανώτατη εξουσία•

    верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•

    верховный совет το Ανώτατο Συμβούλιο.

    Большой русско-греческий словарь > верховный

  • 24 законный

    επ., βρ: -конен, -конна, -конно.
    1. νόμιμος, έννομος•

    законный наследник νόμιμος κληρονόμος•

    -ые формы борьбы νόμιμες μορφές πάλης•

    -ые притязания νόμιμες διεκδικήσεις•

    на -ом основании σε νόμιμη βάση•

    -ым путем με τη νόμιμη οδό•

    -ая власть νόμιμη εξουσία.

    || έγκυρος•

    законный документ έγκυρο έγγραφο.

    2. δίκαιος, σωστός, δικαιολογημένος•

    -ое возмущение δικαιολογημένη αγανάκτηση•

    -ая гордость δίκαια περηφάνεια•

    -ое недоумение δικαιολογημένη αμηχανία.

    εκφρ.
    законный брак – νόμομος γάμος.

    Большой русско-греческий словарь > законный

  • 25 законодательный

    επ.
    νομοθετικός•

    законодательный орган νομοθετικό όργανο•

    -ая власть νομοθετική εξουσία•

    -ая комиссия νομοθετική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > законодательный

  • 26 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 27 имущий

    επ.
    εύπορος, ευκατάστατος• πλούσιος•

    -ие классы οι εύπορες τάζεις•

    власть -их η εξουσία των πλουσίων.

    Большой русско-греческий словарь > имущий

  • 28 исполнительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -но
    1. εκτελεστικός•

    -ая власть εκτελεστική εξουσία•

    -ые органы εκτελεστικά όργανα.

    2. ενεργητικός, δραστήριος• πρόθυμος.
    εκφρ.
    - лист – γραπτό ένταλμα: -ая команда παράγγελμα εκτέλεσης.

    Большой русско-греческий словарь > исполнительный

  • 29 народный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    λαϊκός•

    -ые массы οι λαϊκές μάζες•

    -ое движние λαϊκό κίνημα•

    -ое хозяйство λαϊκή οικονομία•

    -ая власть λαϊκή εξουσία•

    -ая армия λαϊκός στρατός•

    народный фронт λαϊκό μέτωπο•

    -ая поэзия λαϊκή ποίηση•

    -ые песни λαϊκά τραγούδια•

    -ая школа δημοτικό σχολείο•

    народный учитель δημοδιδάσκαλος•

    -ое имущество λαϊκή περιουσία•

    страны -ой демократии οι χώρες τον λαϊκών δημοκρατιών.

    εκφρ.
    - ая воля – λαϊκή θέληση (μυστική πολιτική οργάνωση των ναρό-ντνικων)•
    - ая гребля – είδος κωπηλασίας.

    Большой русско-греческий словарь > народный

  • 30 низвергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. низверг
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. низверженный, βρ: -жен, -а, -о
    κ..низвергнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω, κατακρημνίζω•

    низвергнуть камни с горы κατρακυλώ πέτρες από το βουνό.

    || μτφ. καταλύω, καταργώ, ανατρέπω•

    -власть ανατρέπω την εξουσία•

    низвергнуть правительство ανατρέπω την κυβέρνηση•

    низвергнуть короля εκθρονίζω το βασιλιά.

    γκρεμίζομαι, κατακρημνίζομαι, πέφτω, καταρρίπτομαι•

    низвергнуть в пропасть πέφτω στο γκρεμό.

    Большой русско-греческий словарь > низвергнуть

  • 31 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 32 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 33 подпасть

    ρ.σ. υποπίπτω, πέφτω κάτω απο•

    -под власть πέφτω κάτω από την εξουσία•

    подвлияние πέφτω κάτω από την επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > подпасть

  • 34 полный

    επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•

    полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•

    стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•

    все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•

    полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•

    глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•

    взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•

    он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•

    человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•

    -ая победа ολοκληρωτική νίκη•

    -ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•

    развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.

    2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.
    3. απεριόριστος, απόλυτος•

    -ая власть πλήρης εξουσία•

    -ая свобода πλήρης ελευθερία.

    4. ολόκληρος•

    полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•

    полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•

    -ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.

    || αρκετά μεγάλος, πολύς•

    были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.

    || όλος, ολικός•

    петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•

    -ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.

    5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•

    -ая женщина γεμάτη γυναίκα.

    εκφρ.
    - ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•
    полный генерал – αντιστράτηγος•
    полный адмирал – ναύαρχος•
    - ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•
    - ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•
    -ым голосом (сказать, заявитьκ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•
    полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος.

    Большой русско-греческий словарь > полный

  • 35 превысить

    -ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превышенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξεπερνώ, υπερβαίνω•

    превысить план ξεπερνώ το πλάνο•

    превысить всякую меру ξεπερνώ πάθε μέτρο (όριο)•

    превысить рекор καταρρίπτω ρεκόρ.

    || καταχρώμαι•

    министр -ил свою власть ο υπουργός έκαμε κατάχρηση της εξουσίας του.

    Большой русско-греческий словарь > превысить

  • 36 препоручить

    ρ.σ.μ. παλ. αναθέτω• εμπιστεύομαι•

    препоручить власть αναθέτω την εξουσία.

    Большой русско-греческий словарь > препоручить

  • 37 присвоить

    -ою -оишь ρ.σ.μ.
    1. ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι αντιποιούμαι•

    присвоить чуяую мысль ιδιοποιούμαι τη γνώμη άλλου•

    присвоить себе власть αντιποιούμαι της αρχής•

    присвоить находку σφετερίζομαι εύρημα.

    2. απονέμω, ονομάζω• παρέχω•

    присвоить звание майора ονομάζω ταγματάρχη ή απονέμω το βαθμό του ταγματάρχη•

    закон -ил большие преимущества этой должности ο νόμος έδοσε (παρέσχε) πολλά προνόμια σ αυτό το αξίωμα.

    ρ.δ. παλ. βλ. присвоить.
    ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι σφετερίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > присвоить

  • 38 притязать

    ρ.δ. παλ. αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ• αντιποιούμαι•

    притязать на наследство εγείρω αξιώσεις για την κληρονομιά•

    притязать на власть αντιποιούμαι της αρχής (εξουσίας).

    || επιδιώκω, αποβλέπω, αποσκοπώ, έχω βλέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > притязать

  • 39 распространить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ.
    1. επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    свой владения επεκτείνω τις κτήσεις μου• -распространить своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επίδραση•

    распространить власть επεκτείνω την εξουσία•

    действие закона επεκτείνω την ισχύ του νόμου.

    2. διαδίδω• διασπείρω•

    распространить опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινοτόμων της παραγωγής•

    распространить слух διαδίδω φήμη•

    распространить известие διαδίδω είδηση•

    распространить новость διαδί-δβ το νέο.

    3. διαχέω, γεμίζω•

    букет сразу -ил в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά.

    4. επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές.
    5. κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω•

    распространить прокламацию μοιράζω διακήρυξη•

    распространить книгу в деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό.

    1. επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω•

    распространить владения επεκτείνω τις κτήσεις•

    распространить сад επεκτείνω το δεντρόκηπο.

    2. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• διασπείρομαι•

    болезнь -лась быстро η ασθένειαδιαδόθηκε γρήγορα•

    учение -лось по всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ όλον τον κόσμο•

    слухи -лись по городу φήμες κυκλοφόρησαν στην πόλη.

    || διαχέομαι•

    приятный запах -лся по всей квартире η ευχάριση μυρουδιά διαδόθηκε σ όλο το διαμέρισμα.

    3. μακρηγορώ, μακρολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > распространить

  • 40 самодержавный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    απολυταρχικός• δεσποτικός•

    самодержавный строй απολυταρχικό καθεστώς•

    -ая власть απολυταρχική εξουσία.

    Большой русско-греческий словарь > самодержавный

См. также в других словарях:

  • власть — власть, и …   Русское словесное ударение

  • власть — власть, и, мн. ч. и, ей …   Русский орфографический словарь

  • власть — власть/ …   Морфемно-орфографический словарь

  • ВЛАСТЬ — специфический инструмент управления, используемый для достижения поставленных целей. Цели могут быть групповыми, классовыми, коллективными, личными, государственными и т.д. В. призвана делать все для того, чтобы достичь тех целей, которые должны… …   Философская энциклопедия

  • Власть — (power) Способность заставлять людей (или обстоятельства) совершать то, что иначе они бы не совершили. Цель современной концепции власти была признана еще в 1748 г., когда было опубликовано эссе Юма (Hume) О первоначальном договоре ( Of the… …   Политология. Словарь.

  • ВЛАСТЬ — ВЛАСТЬ, власти, мн. власти, властей, жен. 1. только ед. Право и возможность подчинять кого что нибудь своей воле, распоряжаться действиями кого нибудь. Государственная власть. Родительская власть. Законодательная власть. Исполнительная власть.… …   Толковый словарь Ушакова

  • ВЛАСТЬ — это наркотик, без которого политики не могут жить и который они покупают у избирателей за деньги самих избирателей. Ричард Нидем Путь от богатства к власти менее предосудителен, чем от власти к богатству. Тадеуш Котарбиньский Всякая законная… …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • власть — (2) 1. Господство повелителя, могущество: А уже не вижду власти сильнаго, и богатаго, и многовои брата моего Ярослава, съ Черниговьскими былями, съ Могуты, и съ Татраны, и съ Шельбиры, и съ Топчакы, и съ Ревугы, и съ Ольберы. 26 27. Тогда глагола …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • Власть —  Власть  ♦ Pouvoir    Превосходное определение власти дает Гоббс: «Могуще ство человека есть его наличные средства достигнуть в будущем некоего видимого блага» («Левиафан», глава 10). Следовательно, власть существует в реальности (в настоящем),… …   Философский словарь Спонвиля

  • ВЛАСТЬ — жен. право, сила и воля над чем, свобода действий и распоряжений; начальствование; управление; | начальство, начальник или начальники. Всякому дана власть над своим добром. Закон определяет власть каждого должностного лица, а верховная власть… …   Толковый словарь Даля

  • власть — сущ., ж., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? власти, чем? власти, (вижу) что? власть, чем? властью, о чём? о власти; мн. что? власти, (нет) чего? властей, чему? властям, (вижу) что? власти, чем? властями, о чём? о властях   управление 1.… …   Толковый словарь Дмитриева

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»