-
1 датчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > датчик
-
2 разность
1. (различие) η διαφορά 2. мат. η διαφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разность
-
3 нуль
το μηδέντο μηδενικόабсолютный - απόλυτο - (-273°С)- глубин (геод.карт.) - του βάθους/βυθούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль
-
4 очертить
очерчу, очертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очерченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. διαγράφω, περιγράφω.2. σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ.3. μτφ. (φιλγ.) περιγράφω.εκφρ.- я голову – όπου το βγάλει η άκρη, ή του ύψους ή του βάθους, ή τιμάρι ή τομάρι. -
5 пан
-а, πλθ. -ы α. τσιφλικάς. || κύριος, αφέντης (υπηρετών).εκφρ.пан или пропал; либо пан, либо пропал – ή τιμάρι ή τομάρι• ή ταν ή επι τας• ή του ύψους ή του βάθους• όπου το βγάλ η άκρη•жить -ом – ζω αρχοντικά. -
6 пропадать
ρ.σ. πέφτω• ρίχνω•снег -ал всё утро χιόνι έρριξε όλο το πρωί.
ρ.δ.βλ. пропасть.εκφρ.где наше не -ло! – ή του ύψους ή του βάθους! ή ταν ή επι τας! ή τιμάρι ή τομάρι! όπου το βγάλει η άκρη ! -
7 эхолот
-а α.ηχογράφος, υδροακουστική συσκευή (για τη μέτρηση του βάθους). -
8 руль
1. ав. το πηδάλι/ο, το τιμόνιгазовый (ркт.) το πτερύγιο ελέγχου2. (авто) το τιμόνι 3. мор. το πηδάλι/ο, το τιμόνιперо - я мор. πτερό/πτέρυγα - ουподшипник - я мор. τριβέας του - ουпятка - я мор. αρσενικό βελόνι του - ουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > руль
-
9 указатель
1. (надпись, стрелка, прибор) о δείκτης, ο ενδείκτης, ο καταδείκτηςдорожный - о οδοδείκτης, το οδικό σήμα-качества рабочей (топливной) смеси ав. - ποιότητας του μείγματος (των καυσίμων) λειτουργίας2. (справочная книга или справочный список в книге) о κατάλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > указатель
-
10 измерение
1. (нахождение численного значения величины посредством сравнения с единицей меры) η μέτρηση 2. (проверка параметров, испытаний и др.) η μέτρησ/η, ο έλεγχος 3. мат. η διάστασ/ηв трёх - ях σε τρείς - εις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измерение
-
11 триммер
1. ав. το πτερύγιο ζυγοστάθμι-σης/αντίστασης 2. (подстроечный конденсатор) о πυκνωτής ρύθμισης της ακριβείας 3. (метательный конвейер) о αποθέτης χύδην φορτίου 4. (дер.-об.) о (πολυ)πρίων για εγκάρσιες τομές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > триммер
-
12 руль
-я α.πηδάλιο, τιμόνι• οίακας, το διάκι•руль велосипеда τιμόνι του ποδηλάτου•
-трактора τιμόνι του τραχτέρ•
руль высоты πηδάλιο ύψους (στο αεροπλάνο)•
руль глубины πηδάλιο βάθους.
εκφρ.без -я и без ветрил – χωρίς τιμόνι και χωρίς πανιά (έρμαιο, χωρίς ξεκαθαρισμένο σκοπό και κατεύθυνση). -
13 рейка
1. (деревянная планка для крепления, перекрытия пазов) η σανίδα, το πέταυρο 2. (разновидность пиломатериала, получаемая опиловкой кромок досок) η (λεπτή) στενή σανίδα 3. (деревянный брусок с делениями для промеров) о πήχυς-μετρητής 4. (зубчатая) η οδοντωτή ράβδος/τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рейка
См. также в других словарях:
ζωγραφική — Κάθε δισδιάστατη επιφάνεια, πάνω στην οποία ο άνθρωπος εκφράζεται σχηματίζοντας διάφορα σημεία ή παραθέτοντας χρώματα ή δημιουργώντας αντιθέσεις φωτεινών και σκοτεινών τόνων με την τεχνική της νωπογραφίας, της τέμπερας, της υδατογραφίας… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek