Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τινὰ+πρός+τινα

  • 141 εφιημι

        ион. ἐπίημι (fut. ἐφήσω, aor. ἐφῆκα - эп. ἐφέηκα; med.: impf. ἐφιέμην, aor. ἐφηκάμην)
        1) посылать, отправлять
        2) перегонять
        3) направлять, отводить
        4) ( о животных) подводить, припускать, случать
        

    (τοὺς ὄνους ταῖς ἵπποις Her.; τὸν πῶλον, sc. πρὸς τὸ ὀχεύειν Arst.)

        5) доводить, побуждать, заставлять
        τινὰ χαλεπῆναι ἐ. Hom.приводить кого-л. в бешенство

        6) бросать, метать, пускать
        

    (βέλος τινί Hom.; ὀϊστὸν ἐπί τινι Eur.)

        7) med. метить, целиться
        8) med. стремиться, добиваться
        

    (ἄρξειν, τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχῆς Thuc.; τοῦ ἀρίστου Plat.; βεβαιῶσαί τι Arst.; διαποντίων πολέμων Plut.)

        τί τῶν δυσφόρων ἐφίει ; Soph.отчего ты (словно) хочешь растравить (свои) раны (досл. стремишься к страданиям)?

        9) налагать, пускать в ход
        

    ἐ. τινὴ χεῖρας Hom. или χέρα Eur. (лат. manus inferre alicui) — избить, убить или одолеть кого-л.

        10) пускать, бросать, устремлять, направлять, двигать
        

    (τέν ἵππον τισί Her., Plut. и ἐπί τινας Her.; στρατὸν ἐς πεδία Eur.)

        ἐφεῖναι ἰχθύσιν διαφθοράν Soph.бросить рыбам на съедение

        11) ниспосылать, насылать, обрушивать
        

    (Ἀργείοισι χήδεια, ἀεικέα πότμον τινί Hom.)

        ὀργήν τινι ἐ. Plat.обрушивать на кого-л. (свой) гнев

        12) юр. направлять в порядке апелляции, посылать для пересмотра, обжаловать
        

    (δίκην εἴς τινα Dem.; εἰς ἕτερον δικαστήριόν τι Luc.)

        13) юр. вызывать
        14) юр. переносить дело на новое решение, апеллировать
        

    (εἰς τοὺς δικαστάς Dem.; ἐπί τινα Luc.)

        15) отпускать, ослаблять
        

    (τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Plat.; τὸ ἱστίον Arst.)

        ἐφεῖναι γλῶσσαν εἴς τι Eur.дать волю языку против чего-л., т.е. бранить за что-л.

        16) тж. med. разрешать, позволять
        

    (τινὴ ποιεῖν τι Soph., Her., Plut. и τινὰ ποιοῖν τι Aesch., Xen.)

        ἐφέντων ταῦτα πράττειν Xen. — когда они согласились на это;
        πλέν ὧν ὅ νόμος ἐφίησι Plat. — за исключением случаев, когда это допускается законом

        17) тж. med. предоставлять, уступать
        χαίρειν τἄλλ΄ ἐγώ σ΄ ἐφίεμαι Soph. — я охотно уступаю тебе в остальном;
        κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι Soph.он перед всеми поручился головой

        18) (sc. ἑαυτόν; тж. med.) пускаться (во что-л), предаваться
        

    (τῇ ἡδονῇ Plat.)

        ἐ. ἰσχυρῷ γέλωτι Plat. — предаваться неудержимому смеху;
        ἐφίεσθαι τῆς φιλοτιμίας Eur. — поддаваться чувству честолюбия;
        αὐλητικῆς ἐφίεσθαι Polyb.заниматься игрой на флейте

        19) med. предписывать, поручать
        

    (τινι ποιεῖν τι Soph., Arph.)

        ὑμέων ἀνδρὴ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Hom. — к каждому из вас я обращаюсь со следующими словами;
        ἐπιστολάς τινι ἐ. Aesch.давать кому-л. приказания;
        ἐς τέν Λακεδαίμονα ἐφιέμενος, στρατιάν προσαποστέλλειν ἐκέλευε Thuc. (Брасид) отправил в Лакедемон требование прислать дополнительное войско

    Древнегреческо-русский словарь > εφιημι

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… …   Dictionary of Greek

  • τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»