-
1 σώματος
телатело телом телу теле [перед] телом σώματόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σώματος
-
2 σώματός
телатело σώματοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σώματός
-
3 διαλυσις
- εως ἥ1) разложение, распадение(ἥ δ. καὴ πάλιν ἥ σύνθεσις Arst.; σώματος Plat.)
2) прекращение, расторжение(φιλίας Arst.; γάμου Plut.)
3) прекращение, окончание(κακῶν Eur.; πολέμου Thuc., Isocr.)
4) разрушение, слом(γεφύρας Thuc.; οἴκου Plut.)
5) разделение(τῆς ψυχῆς καὴ τοῦ σώματος Plat.)
6) погашение, уплата(χρεῶν Plat.; δανείων Plut.)
7) ( о собрании или армии) роспуск(τοῦ στρατεύματος Xen.; σύλλογοι καὴ διαλύσεις Plat.; διαλύσεις καὴ πάλιν συνδρομαὴ τῶν ἀνθρώπων Plut.)
ἀγορῆς δ. Her. — время закрытия рынка8) преимущ. pl. прекращение враждебных действий(βουλεύεσθαι περὴ διαλύσεως Arst.)
; заключение мира, примирение(πρός τινα Dem., Plut.)
-
4 αγυμναστος
21) не упражнявшийся, необученный, не приобретший навыковτοῖς σώμασιν ἀγύμναστοι Plut. — физически не закаленные;σώματος ἀ. ἕξις Plut. — отсутствие физической закаленности2) неизмученный, неизнуренныйοὐκ ἀ. πλάνοις Eur. — измученный странствиями;
οὐκ ἀγύμναστον ἐᾶν τινα Soph. — не оставлять в покое кого-л. -
5 αγωνιστικος
31) пригодный для состязаний(σώματος ἀρετή, δύναμις Arst.)
2) задорный, полемический(λόγοι Arst., Plut.)
3) склонный к спорам(τῶν σοφῶν τις Plat.)
-
6 αδυναμια
ион. ἀδῠναμίη ἥ1) бессилие, слабость, немощь Her., Plat., Arst.ἡ τοῦ σώματος ἀ. Xen. — физическая слабость
2) неспособность, неумение(ἀ. τινός Plat., Arst. и ἀ. ποιεῖν τι Plat.)
3) бедность Dem.δι΄ ἀδυναμίαν Xen. — по недостатку средств
4) невозможность -
7 ακαθεκτεομαι
не быть занятымδιάστημα ἀκαθεκτούμενον ὑπὸ σώματος Sext. — промежуток, не заполненный телом
-
8 ακρατης
21) немощный(γῆρας Soph.)
τοῦ σώματος παρεθέντος ἀ. γενέσθαι Plut. — физически обессилеть;ἀ. ἐγένετο τῶν κεράτων τοῦ κριοῦ Luc. — (Гелла) не смогла удержаться за рога барана;ἀ. εἵργεσθαί τινος Plat. — неспособный удержаться от чего-л.2) неспособный совладать, невоздержный, неумеренный(τινος Aesch., Xen., Plat., Arst., Plut., πρός и περί τι Arst., Plut.)
3) несдержанный, разнузданный (sc. ἄνδρες Xen., Arst.: στόμα Arph.)4) непомерный, чрезмерный(δαπάνη Anth.)
-
9 ακροπολις
- εως ἥ1) расположенная на возвышенности укрепленная часть города, акрополь, цитадель, кремль Hom., Her., Aesch.Φοκέων ἀ. Eur. = γῆ Δελφίς
2) афинский Акрополь Thuc.ἀνενεχθῆναι εἰς ἀκρόπολιν или γεγράφθαι ἐν τῇ ἀκροπόλει Dem. — быть внесенным в списки афинского Акрополя ( где находилось казначейство), т.е. стать должником государства
3) перен. твердыня, оплот(τῆς ψυχῆς Plat.; τοῦ σώματος Arst.)
-
10 αλδαινω
1) взращивать, питать, укреплять(μέλεά τινι Hom.; βλαστημὸν σώματος Aesch.)
θυμὸν ἀ. ἐν εὐφροσύναις Aesch. — наполнять душу блаженством2) приумножать(κακά Aesch.)
-
11 αμφιβλητος
-
12 αναπνοη
поэт. ἀμπνοή, дор. ἀμπνοά ἥ1) вдыхание, вдох(ἀ. καὴ ἐκπνοή Plat., Arst.)
2) дыханиеἀναπνοὰς ἔχειν Soph. — дышать, жить;
ὑπὸ τέν ἀναπνοήν Polyb. — единым духом;τέν ἀναπνοέν ἀπολαβεῖν τινος Plut. — удушить кого-л.;ἥ προσπεσοῦσα ταῖς ἀναπνοαῖς δύναμις Diod. — задержка дыхания3) испарение(τοῦ σώματος Plat.)
4) передышка, отдыхἀ. τινος Pind., Eur. — отдых от чего-л.;
5) отдушина, отверстие(ἀναπνοαὴ καὴ φρέατα Plut.)
-
13 ανεσις
- εως ἥ1) ослабление напряженности, отпускание(χορδῶν Plat., Plut.)
2) облегчение, льгота(φορῶν Plut.)
3) ослабление, уменьшение, смягчение(κακῶν Her.; πυρετοῦ Arst.; λύπης Plut.)
4) передышка, отдых(τοῦ σώματος Arst.; ἄ. καὴ σχολή Polyb.)
5) освобождение(λύσις καὴ ἄ. τῆς αἰσθήσεως Arst.)
6) таяние(πάγων Plut.)
7) распущенность, разнузданность(τῶν ἀνωφελῶν ἡδονῶν Plat.; δούλων, γυναικῶν Arst.; ἄ. τοῖς στρατιώταις ἐγγενομένη Plut.)
-
14 ανετος
21) распущенный(κόμη Luc.)
2) несдержанный3) физиол. расслабленный, вялый(τόποι, sc. σώματος Arst.)
-
15 ανθος
I- εος τό1) росток, былинка(ἄνθεα ποίης Hom.)
2) цветок(ὑακίνθινον ἄ. Hom.; ἄνθεα εἰαρινά Hes.; ἄνθη καὴ καρποί Plat.)
3) цветение, расцвет; цветущий вид, свежесть(ἥβης Hom.; κουρήϊον HH.; ὥρας Xen.; σώματος Plat.)
4) цвет, отборная часть, краса(Περσίδος αἴας Aesch.; Ἑλλάδος Eur.)
τὸ σὸν ἄ. Aesch. — предмет твоей гордости, твое лучшее достижение5) цвет, (о)краска(πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένος Plat.; ἄνθη λαμπρότερα Arst.)
6) блеск, яркость, сверкание(χαλκοῦ Arst.; πυρός Plut.; ἁλὸς ἄνθεα Anth.)
7) высшая степень, верх(ἔρωτος Aesch.; μανίας Soph.)
II -
16 αντιληψις
дор. ἀντίλαψις - εως ἥ1) получение взаменκατακομιδέ καὴ πάλιν ἀ. Thuc. — вывоз и обратный ввоз
2) захват, присвоение3) средство или возможность ухватиться: , τῷ ἀναβάτῃ ἀ. Xen. грива, за которую хватается всадник; οὐδεμίαν ἀντίληψιν βοηθείας ἔχειν Diod. не иметь никакой надежды на помощь4) перен. слабое или уязвимое место(ἀντιλήψεις καὴ ἀπορίαι Plat.; πολλὰς ἀντιλήψεις ἔχειν Plut.)
5) возражение, опровержение6) восприятие, ощущение(ἡδονῆς τε καὴ πόνου Diod.)
ὑπ΄ ἀντίλαψιν πίπτειν Plat. — быть предметом чувственного восприятия7) забота, занятие8) мед. поражение, заболевание(τῶν ἀκρωτηρίων, sc. τοῦ σώματος Thuc.)
9) pl. помощь, поддержка NT. -
17 αοπλος
21) невооруженный, преимущ. не имеющий щита или брони(ἄοπλοι καὴ ὡπλισμένοι Thuc.; ψιλοὴ καὴ ἄοπλοι Plut.)
2) незащищенный, беззащитный(ἄνθρωπος γυμνὸς καὴ ἄ. Plat.; τὰ ἄοπλα τοῦ σώματος Xen.)
3) не снабженный боевыми серпами(ἄρμα Xen.). - см. тж. ἄνοπλος
-
18 αοχλησια
ἥ1) безупречное состояние(τοῦ σώματος Epicur. ap. Diog.L.)
2) невозмутимость, безмятежность(τῆς ψυχῆς Sext.)
-
19 απαραλλακτος
-
20 απρατος
См. также в других словарях:
σώματος — σώ̱ματος , σῶμα body neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σώματος Κυρίου εορτή — (Festum corporis Domini). Μεγάλη γιορτή της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Την καθιέρωσε ο πάπας Ουρβανός ο Δ’, γεγονός που το επικύρωσε οριστικά ο πάπας Κλήμης ο E’ (1264). Ο πάπας Ιωάννης ο KB’ σύνδεσε τον εορτασμό αυτό με ακολουθία που έγραψε … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek