-
1 μειλιχος
-
2 αμειλιχος
-
3 γλυκυμειλιχος
-
4 οργη
дор. ὀργά (ᾱ) ἥ тж. pl.1) склонность, влечение, нрав, натура, характер(μείλιχος Pind.; ἀτέραμνος Aesch.; χαλεπή Thuc.)
διαπειρᾶσθαι τῆς ὀργῆς τινος Her. — подвергать испытанию чей-л. характер;ὀ. νοσοῦσα Aesch. — мятущаяся душа;ἀστυνόμοι ὀργαί Soph. — общественные склонности, гражданственность;ὀργέν ἄκρος Her. — пылкого нрава, вспыльчивый;σύντροφοι ὀργαί Soph. — природные наклонности;ὀργὰς ἐπιφέρειν τινί Thuc. — угождать кому-л.2) раздражение, гнев, злоба(ἡμέρα τῆς ὀργῆς NT.)
ὀργέν ποιεῖσθαί τινι Thuc., ἐν ὀργῇ ποιεῖσθαι ( или ἔχειν) τινά Dem.; δι΄ ὀργῆς ἔχειν τινά Thuc. или ὀργέν ἔχειν πρός τινα Isocr. и εἴς τινα Soph. — быть в гневе, сердиться, негодовать на кого-л.;ὀργῇ Soph., δι΄ ὀργήν Aesch., δι΄ ὀργῆς Thuc., ἐξ ὀργῆς или πρὸς и κατ΄ ὀργήν Soph., μετ΄ ὀργῆς Plat., μετὰ τῆς ὀργῆς Dem., ὀργῆς ὕπο и ὀργῆς χάριν Eur. — в гневе, в злобе, в раздражении;δι΄ ἑτέραν ὀργήν Lys. — вследствие гнева на кого-нибудь;ἀδικημάτων ὀ. Lys. — раздражение за (причиненные) обиды;οὐ μόνον διὰ τέν ὀργήν, ἀλλὰ καὴ διὰ τέν συνείδησιν NT. — не только за страх ( точнее из-за страха перед гневом), но и за совесть
См. также в других словарях:
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek
μείλιχος — gentle masc nom sg μείλιχος gentle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μείλιχος — gentle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλιχώτατον — μείλιχος gentle masc acc superl sg μείλιχος gentle neut nom/voc/acc superl sg μείλιχος gentle masc acc superl sg μείλιχος gentle neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχως — μείλιχος gentle adverbial μείλιχος gentle masc acc pl (doric) μείλιχος gentle adverbial μείλιχος gentle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχον — μείλιχος gentle masc acc sg μείλιχος gentle neut nom/voc/acc sg μείλιχος gentle masc/fem acc sg μείλιχος gentle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχοις — μείλιχος gentle masc/neut dat pl μείλιχος gentle masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχοισιν — μείλιχος gentle masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) μείλιχος gentle masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχου — μείλιχος gentle masc/neut gen sg μείλιχος gentle masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειλίχῳ — μείλιχος gentle masc/neut dat sg μείλιχος gentle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχα — μείλιχος gentle neut nom/voc/acc pl μείλιχος gentle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)