-
1 κρήνη
Grammatical information: f.Compounds: Compp., e.g. καλλί-κρανος `with beautiful springs' (Pi.).Derivatives: Diminut.: κρηνίς, - ῖδος f. (E., Call., D.H.; Chantraine Formation 347), also as GN (Str.); κρηνίον (Delos IIIa, Str.), - ίδιον (Arist.). - κρηναῖος `of the\/a source' (since ρ 240), κρηνήϊος `id.' (Orac. ap. Dam. Pr. 344); νύμφαι Κρηνιάδες (A. Fr. 168, hexam.; after ὀρεστιάδες; cf. Chantraine 354f.); κρηνῖτις f. `of the\/a source' (Hp.). - GN Κραννούν (Thess.)..Etymology: The diff. dialect forms (s. above) can come from PGr. *κράσνᾱ; the irregular Att. - ρη- for -ρᾱ-, has been explained as PIon.-Att. dissimilation, as Ionism or as hyperatticism (Schwyzer 189f.) One tried to connect κρήνη with κρουνός `spring' (s. v.), κροῦναι κρῆναι τέλειαι H.; IE. basis then * krosno-, resp. (for κρήνη) -kr̥snā. With κρουνός, κροῦναι may agree a Germanic word for `wave, flood' except the stem-ending, resp. the accent, OWNo. hrǫnn f., OE hræn, hærn f., PGm. *hraznṓ, IE. *krosnā́. - Other wrong etymologies in Bq s.v.; s. also WP. 1, 488 f. If cognate with κρουνός, κρήνη cannot with Lamer IF 48, 228ff. be Aegean; cf. Kretschmer Glotta 21, 158.Page in Frisk: 2,16Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρήνη
-
2 κρήνη
κρήνηwell: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κραίνωṇ-y: aor subj mid 2nd sg (epic)κραίνωṇ-y: aor subj act 3rd sg (epic)κρήνηwell: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 κρήνη
κρήνη, ἡ, dor. κράνα, der Quell, die Quelle; Il. 9, 14; μελάνυδρος 16, 3; καλλιρέεϑρος Od. 10, 107, öfter; Παρνασοῦ κράνα Κασταλία Pind. P. 1, 39; ἀείρυτος Soph. O. C. 471, öfter, wie Eur.; ποταμοὺς καὶ κρήνας ποιεῖ Plat. Phaed. 112 c; im Ggstz von φρέαρ, Spring, Springbrunnen, Thuc. 2, 48; πότιμος Pol. 34, 9, 15 (vgl. κροῦνος). – Die Alten leiten es von κεράννυμι her.
-
4 κρηνη
дор. κράνᾱ (ρᾱ) ἥ родник, источник, ключ(μελάνυδρος, καλλιρέεθρος Hom.; ἀείρυτος Soph.)
Παρνασοῦ κράνα Κασταλία Pind. — Кастальский ключ Парнаса;κρηνῶν ἐπιμεληταί Arst. — смотрители источников -
5 κρήνη
κρήνη ηфиал, источник, чаша с водой, находящаяся во дворе перед дверьми храма, служащая для умовения (принадлежность византийской архитектуры), см. φιάληЭтим.< дргр. κράσνα < krasna < инд. krosno «источник» -
6 κρήνη
κρήνη: fount, spring; κρήνηνδε, to the spring, Od. 20.154. (Cf. cut No. 61.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κρήνη
-
7 κρήνη
-
8 κρήνη
ἡ κρήνη источник; ключ (ср. криница) -
9 Κρήνη
-
10 Κρήνῃ
Βλ. λ. Κρήνη -
11 κρήνῃ
Βλ. λ. κρήνη -
12 κρήνη
η родник, ключ, источник -
13 κρήνη
источник, ключ -
14 κρήνη
-ης ἡ N 1 0-7-0-0-1=8 2 Sm 2,13(ter); 4,12; 1 Kgs 2,35espring, well, fountainCf. CLARYSSE 1994, 6-7 -
15 κρήνη
κρήν-η, [dialect] Dor. [full] κράνα IG42(1).121.6 (Epid.), etc.; [dialect] Aeol. [full] κράννα ib.12(2).103 (Mytil.): ἡ:—A well, spring, fountain, μελάνυδρος, καλλιρέεθρος, Il.16.3, Od.10.107, cf. Pi.P.1.39,al., Pl.Phd. 112c, etc.; opp. φρέαρ (q.v.), Hdt.4.120, Th.2.48;ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν.. ἀπὸ κρήνης Ar.Lys. 328
;κ. οἴνου E.Ba. 707
;ὀμνύω.. κράνας καὶ ποταμούς SIG 527.34
(Dreros, iii B. C.): poet. in pl., for water, S.OC 686, Ant. 844 (both lyr.); κρηνῶν ἐπιμελητής, title of official at Athens, IG22.338.11, Arist.Ath.43.1, cf. Pl.Lg. 758e, Arist.Pol. 1321b26, OGI483.159 (Pergam.). -
16 κρήνη
чешмаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κρήνη
-
17 ὑπο-κρήνη
-
18 κρήνηι
κρήνῃ, κραίνωṇ-y: aor subj mid 2nd sg (epic)κρήνῃ, κραίνωṇ-y: aor subj act 3rd sg (epic)κρήνῃ, κρήνηwell: fem dat sg (attic epic ionic) -
19 Κρήνηι
Κρήνῃ, Κρῆνοςfem dat sg (attic epic ionic) -
20 κρηνέων
κρήνηwell: fem gen pl (epic ionic)
См. также в других словарях:
κρήνη — well fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
κρήνῃ — κραίνω ṇ y aor subj mid 2nd sg (epic) κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (epic) κρήνη well fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — η πηγή, βρύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρήνη — Κρῆνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρήνῃ — Κρῆνος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηλίου Κρήνη — Λίμνη της Αιγύπτου, Δ του Νείλου. Εκεί στάθμευσε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν πήγαινε στο Μαντείο του Άμμωνα. Το νερό της ήταν πικρό … Dictionary of Greek
Καλλιρόης, κρήνη της- — Βλ. λ. Εννεάκρουνος … Dictionary of Greek
εννεάκρουνος — Κρήνη της αρχαίας Αθήνας που είναι γνωστή από διάφορα κείμενα. Η τοποθεσία και η ταύτισή της απασχόλησαν ιδιαίτερα τους αρχαιολόγους. Τελικά, με βάση τη συγκριτική μελέτη των σχετικών χωρίων που τη μνημόνευαν, έγινε αποδεκτό ότι οι συγγραφείς των … Dictionary of Greek
κρήνηι — κρήνῃ , κραίνω ṇ y aor subj mid 2nd sg (epic) κρήνῃ , κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (epic) κρήνῃ , κρήνη well fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ααΐν Μαριάμ — Κρήνη στην Παλαιστίνη απ’ όπου, κατά την παράδοση, έπαιρνε νερό η Παναγία. Κοντά βρισκόταν και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ … Dictionary of Greek