-
1 συγ-κατα-μίγνῡμι
συγ-κατα-μίγνῡμι (s. μίγνυμι), mit hinein- od. hinzumischen, verbinden; τὰς Χάριτας Μούσαις συγ-καταμιγνύς, Eur. Herc. Für. 674: εἰς τὸ σῶμα συγκαταμιγνύμενα, Plat. Polit. 288 e; – übertr., empfänglich machen für Etwas, τινί, Xen. Hier. 6, 2, μέχρι τοῠ ᾠδαῖς τε καὶ ϑαλίαις καὶ χοροῖς τὲν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, poetische Verbindung.
См. также в других словарях:
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek