-
101 εὐτελέστατος
-
102 ευτελέστερα
-
103 εὐτελέστερα
-
104 ευτελέστεραι
-
105 εὐτελέστεραι
-
106 ευτελέστεροι
-
107 εὐτελέστεροι
-
108 ευτελέστερος
-
109 εὐτελέστερος
-
110 ευτελέων
-
111 εὐτελέων
-
112 trashy
adjective (worthless: trashy jewellery/novels/music.) ευτελής, της κακιάς ώρας -
113 грошовый
επ.φτηνός, κατώτερης ποιότητας. || μτφ. αναξιόλογος, ασήμαντος, μηδαμηνός, τιποτένιος. || πάμφτηνος• ευτελής. -
114 жалкий
επ., βρ: -лок, -лка, -лко.1. ελεεινός, αξιολύπητος, οικτρός•-ое зрелище ελεεινό θέαμα•
- ое существо ελεεινό υποκείμενο (ή ύπαρξη)•
жалкий вид ελεεινή όψη•
-ая улыбка (παρά)πονεμένο χαμόγελο•
быть -им είμαι αξιολύπητος•
он находится в -ом состоянии (ή положении) αυτός βρίσκεται σε ελεεινή κατάσταση.
|| κακόμοιρος, καημένος, ταλαίπωρημένος, μαύρος.2. άθλιος, ευτελής• τιποτένιος•жалкий человек άθλιος άνθρωπος•
-ие остатки ελεεινά υπολείμματα•
-ая роль τιποτένιος ρόλος•
жалкий трус ελεεινός κιοτής.
3. (διαλκ. κ. παλ.) βλ. жалобный.εκφρ.- ие слова – λόγια πονεικά, συγκινητικά. -
115 копеечный
επ.1. ενός καπικιού (αξίας).2. μηδαμινός, τιποτένιος, ασήμαντος• ελάχιστος•-ые расходы τιποτένια έξοδα.
3. μικροπρεπής, ευτελής, ελεεινός, ποταπός•-ая души ελεεινή ψυχή.
-
116 лакей
-я α.λακές, υπηρέτης. || μτφ. χαμερπής, ευτελής. -
117 лизоблюдство
-а ουδ.ευτελής κολακεία. -
118 мелочный
επ.1. μικρός•-ая торговля μικρεμπόριο•
-ые расходы μικροέξοδα•
-ые подробности μικρολεπτομέρειες•
-ые интересы μικροσυμφέροντα.
2. μικροπρεπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, τιποτένιος•мелочный человек μικροπρεπής άνθρωπος•
-ые придирки μικροπροφάσεις.
|| ασήμαντος, αναξιόλογος•-ая новость ασήμαντο νέο.
3. -ой παλ. λιανικός•-ая лавка ψιλικατζίδικο•
мелочный лавочник ή торговец ψιλικατζής•
-ая лавочница η ψιλικατζού•
товар τα ψιλικά•
-ая продажа λιανική πώληση.
-
119 незначительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. ασήμαντος, μικρός•-ая сумма денег ασήμαντο ποσό χρημάτων•
-ое большинство μικρή πλειοψηφία.
|| πενιχρός, φτωχικός, ευτελής.2. άσημος, αφανής. -
120 непорядочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноαναξιοπρεπής• αγενής, ευτελής.
См. также в других словарях:
εὐτελῆς — εὐτελής easily paid for masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελής — easily paid for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
ευτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. για πράγματα, ο φτηνός, ο κατώτερης ποιότητας: Ύφασμα ευτελούς ποιότητας. 2. μτφ., άνθρωπος μικροπρεπής, τιποτένιος: Άνθρωπος ευτελής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτελῆ — εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐτελής easily paid for masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελέστερον — εὐτελής easily paid for adverbial comp εὐτελής easily paid for masc acc comp sg εὐτελής easily paid for neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστάτων — εὐτελής easily paid for fem gen superl pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέραις — εὐτελής easily paid for fem dat comp pl εὐτελεστέρᾱͅς , εὐτελής easily paid for fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεστέρων — εὐτελής easily paid for fem gen comp pl εὐτελής easily paid for masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεῖ — εὐτελής easily paid for masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐτελής easily paid for masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτελεῖς — εὐτελής easily paid for masc/fem acc pl εὐτελής easily paid for masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)