-
121 термы
(геол.) τα υπόγεια ρεύματα και πηγές (με θερμοκρασία πάνω από 20° С).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термы
-
122 фахверк
ο τύπος οικοδομής με ξύλινες ή σιδερένιες ενισχύσεις/βάσεις (τοποθετούμενες η μία πάνω στην άλλη) μεταξύ των οποίων τοποθετούνται οι πλίνθοι, η δόμηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фахверк
-
123 ход
1. (движение) η κίνηση, η πορείαво время - а судна мор. κατά την πορεία του σκάφουςна - у мор. σε πορεία, εν πλω- όπισθεν- ανάποδα2. (пере-мещение механизма) η διαδρομή, η μετακίνηση 3. (работа, эксплуатация) η κίνηση, η λειτουργία 4. (скорость) η ταχύτητα, η κίνησηполный вперед мор. - πρόσω ολοταχώςсамый малый мор. - αργάсредний мор. - ημιταχώς5. (в теплообменном аппарате) η διαδρομή 6. (место, через которое проходят) η διάβαση, η είσοδοςτο πέρασμαчёрный - η είσοδος υπηρεσίας, η πίσω πόρτα7. (развитие чего-л.) η πορείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ход
-
124 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
125 шпалеры
мн. 1. (обивочные ткани, обои) η ταπετσαρία του τοίχου 2. (натянутая проволока, решётки, по которым вьётся растение) η πέργκολα, η κατασκευή από μακρόστενους ράβδους που σχηματίζουν ρόμβους, πάνω στα οποία αναρριχώνται τα φυτά 3. (ряды деревьев, кустов по обеим сторонам дороги) τα δέντρα/οι θάμνοι εκατέρωθεν της οδού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпалеры
-
126 верхний
верхний ανώτερος, υψηλό τερος" \верхний этаж το επάνω πά τωμα \верхнийяя одежда το πανω φόρι* * *ανώτερος, υψηλότεροςве́рхний эта́ж — το επάνω πάτωμα
ве́рхняя оде́жда — το πανωφόρι
-
127 база
ба́з||аж1. (основа, основание) ἡ βάση [-ις], τό θεμέλιο[ν]:экономическая (энергетическая) \база ἡ οἰκονομική (ή ἐνεργειακή) βάση; материальная \база ἡ ὑλική βάση; сырьевая \база ἡ βάση πρώτων ὑλῶν; на \базае чего-л. ἐπί τῆ βάσει, πάνω στή βάση;2. воен. ἡ βάση [-ις]:военно-морская \база ἡ ναυτική βάση; военно-возду́ш-ная \база ἡ ἀεροπορική βάση;3. (склад) ἡ ἀποθήκη;4. (туристическая и т. п.) ἡ βάση [-ις], ὁ σταθμός:экскурсионная \база ὁ ἐκδρομικός σταθμός. -
128 бом-брамсель
бом-брамсельм мор. τό φωσώνιο[ν], ὁ πάνω παπαφίγκος.
См. также в других словарях:
πάνω — και επάνω και απάνω επίρρ. που σημαίνει 1. τόπο: Το δώρο σου είναι πάνω στο τραπέζι. 2. χρόνο: Πάνω που αρχίσαμε τη συζήτηση έφτασες κι εσύ. 3. εναντίον: Μόλις δρασκέλισα το κατώφλι, όρμησε ο σκύλος επάνω μου. 4. με το σύνδ. και, υπέρβαση ορίου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάνω — και πάνου ΝΜ βλ. επάνω … Dictionary of Greek
Πάνω Καμάρι — Οικισμός (υψόμ. 40 μ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμαρίου (11 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
πανώ — πᾱνώ , πανός masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνω — πάνον neut nom/voc/acc dual πάνον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρούζης, Γεώργιος — (Πάνω Αρόδες, Κύπρος 1934 –). Κύπριος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Τουλούζ και στην Ολλανδία. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου και της Αγγλίας… … Dictionary of Greek
μεσημεριάτικα — πάνω στο μεσημέρι: Μας επισκέφτηκε μεσημεριάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek